Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Στον Καιρό Των Μονόκερων

Ο Θρύλος λέει ότι οι μονόκεροι ήταν τα πιο όμορφα, τα πιο σπάνια, ελεύθερα και ανυπότακτα ζώα που έζησαν ποτέ στη γη. Οι μονόκεροι χάθηκαν όταν χάθηκε η αθωότητα από τον κόσμο…
Υπήρχε καιρός που κάποιοι σπάνιοι άνθρωποι έζησαν με αθωότητα και τιμή. Και το πέρασμά τους μένει ακόμη αποτυπωμένο στο μέρος που έζησαν. Αν κάποιος παρατηρήσει πολύ προσεκτικά, μπορεί ακόμα να δει τα ίχνη τους. Κι αν αποκρυπτογραφήσει τη σιωπή μπορεί να ακούσει τη φωνή τους.

Ένας συγγραφέας που έχει μάθει να σκαλίζει τα χρόνια που πέρασαν για να μάθει κρυμμένες αλήθειες, ξέρει την τέχνη να ακούει τα χαλάσματα και να καταλαβαίνει.

Ένα ερειπωμένο πυργόσπιτο του 13ου αιώνα ζωντανεύει μπροστά στα μάτια όποιου έχει τον πόθο να ακούσει την ιστορία του. Κι ένας άϋλος φύλακας αψηφά τους χρόνους και τους καιρούς και μένει στη θέση του, πιστός σε μια υπόσχεση που δεν παίρνεται πίσω.

Οι εποχές αλλάζουν κι ο χρόνος κυλάει, αλλά οι άνθρωποι γυρίζουν περίπου γύρω από τους ίδιους άξονες κι η ζωή του ενός, μπορεί ακόμα να φέρει τη λύτρωση στη ζωή του άλλου.
Νινέττα Βολουδάκη
http://ninetta1.blogspot.com/
Εκδόσεις Θέαλος 

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Η κυρα-Μιζέρια κι ο Θάνατος


Μιά φορά κι έναν καιρό, λένε, ζούσε σ’έναν τόπο μια γριά που τα ‘χε τα χρονάκια της. Μοναδική της συντροφιά είχε μια αχλαδιά που μεγάλωνε κοντά στην πόρτα της καλύβας της. Ο κόσμος τη φώναζε «κυρα-Μιζέρια». Τα παιδιά της γειτονιάς της πήγαιναν και την κορόιδευαν, και σαν ερχόταν η εποχή που τα αχλάδια ωρίμαζαν, ανέβαιναν στην αχλαδιά και της έκλεβαν και τα φρούτα! Η γριά τα κυνηγούσε και τα μάλωνε αλλά πού να τα βγάλει πέρα μαζί τους! Την έγιναν κακός μπελάς. Και κάθε φορά που έδενε ο καρπός και βάραιναν τ’αχλάδια στα κλαδιά γίνονταν τα ίδια: Νάσου τα παλιόπαιδα του χωριού να πηδάνε το φράχτη της, να σκαρφαλώνουν στην αχλαδιά της, να βγάζουν τα σουγιαδάκια τους, να κόβουν όλα τ’ αχλάδια, να γιομίζουν τα σακούλια τους, να δίνουν μια και να πηδάνε κάτω, να κοροϊδεύουν τη γριά και να χάνονται μέσα στους δρόμους του χωριού. Όλα αυτά την έφεραν σ’ ένα τέτοιο σημείο που δεν ήξερε πια τι να κάνει ...

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Κηφήνειον "Η ωραία Ελλάς"

Ακούω ότι το μεγαλύτερο σήμερα πρόβλημα των νέων μας είναι η ανεργία. Διαφωνώ. Εδώ και τριάντα χρόνια είναι η .... εργασία. Ο νέος δε φοβάται την αναδουλιά, φοβάται τη δουλειά. Μια οικογενειακή αντίληψη, ότι δουλειά είναι ό,τι δεν λερώνει, επεκτάθηκε και στο νεοσουσουδιστικό σχολείο με ευθύνη των κομμάτων, που για λόγους ψηφοθηρίας απεδύθησαν σε μια χυδαία πολιτική παιδοκολακείας, η οποία μετά τη δικτατορία εξέθρεψε και διαμόρφωσε δύο γενιές «κουλοχέρηδων»...παιδιών δηλαδή που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους -πέρα από τη μούντζα- για καμμιά εργασία από αυτές που ονομάζονται χειρωνακτικές, επειδή -τάχα- είναι ταπεινωτικές. Κι ας βρίσκεται μέσα στη λέξη «χειρώναξ», σαν δεύτερο συνθετικό το «άναξ» που κάνει τον δουλευτή, τον άνα­κτα χειρών, βασιλιά στο χώρο του, βασιλιά στο σπιτικό του, νοικοκύρη δηλαδή, λέξη άλλοτε ιερή που ποδοπατήθηκε κι αυτή μες στην ασυναρτησία μιας πολιτικής που έδειχνε αριστερά και πήγαινε δεξιά και τούμπαλιν.
Γι ' αυτό τουμπάραμε...

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Η Ρωμιοσύνη


"Πίσκοπε, 'γιω την γνώμην μου ποττέ δεν την αλλάσσω,
τζι' όσα τζι' αν πης μεν θαρευτής πως εν να σου πιστέψω.
Εχω στον νουν μου, πίσκοπε, να σφάξω, να κρεμμάσω,
τζι' αν ημπορώ που τους Ρωμιούς την Τζιύπρον να παστρέψω,
τζι' ακόμα αν ημπόρεια τον κόσμον να γυρίσω,
έθεν να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυσιήν να μεν αφήσω."
"Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την που τάψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!


Σφάξε μας ούλους τζι' ας γενή το γαίμαν μας αυλάτζιν,
κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξέρε πως ίλαντρον όντας κοπή καβάτζιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το 'νιν αντάν να τρώ' την γην τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλυέται.
Είσαι πολλά πικραντερός, όμως αν θεν να σφάξης,
σφάξε τους λας που πολεμούν αλλού αρματωμένοι.
Εμάς με σιέρκα όφκαιρα γιατί να μας πειράξης,
πούμαστον δίχως άρματα, τζι' είμαστον νεπαμένοι;"

Τότες ο Μουσελλίμ-αγάς εψήλωσεν το δειν του,
τζι' είδεν τον μ' έναν δειν γλυτζιύν, τζι' αννοίει τζιαι λαλεί του:
"Ο,τι παθθαίν' ο άθθρωπος εν που την τζιεφαλήν του,
του βρένιμου που το σπαθίν ποσπάζετ' η ζωή του,
τζιαι σου, αν είσαι βρένιμος, ποσπάζεις την ζωή σου."
"Μούλλωσε τζιαι κατάλαβα πριχού να πης το πειν σου,
μεν μάσιεσαι την θάλασσαν να την-ι-ξηντιλήσης.
Αδικα λόγια μεν χάννης τζι' αρκείς εις την δουλειάν σου.
Τον ήλιον με φύσημαν μπορείς να τον-ισβήσης;
Φώναξε του τζιελλάττη σου, σάσ' την κρεμμασταρκάν σου!"

 

Απόσπασμα από το επικό έργο του εθνικού ποιητή της Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη, "Η 9η Ιουλίου του 1821 "

Πώς θα 'θελε την τιμή ο Παπαδιαμάντης;



 Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη της μνήμης των ανθρώπων που έφυγαν. Φανερώνεται έτσι ότι η ζωή συνεχίζεται στον αιώνιο χρόνο, αν και με διαφορετικό τρόπο, σε ένα άλλον επέκεινα τόπο.
Οι άνθρωποι έχουμε επίσης ανάγκη της τιμής αυτών που έφυγαν. Είναι ένδειξη ευγνωμοσύνης για όσα και ό,τι μας προσέφεραν. Συγχρόνως αποτελεί και διδασκαλία για τους νεώτερους, διότι αφενός τους γνωρίζουμε με τα πρόσωπα, τον βίο, τα έργα και τις πράξεις τους, αφετέρου τους διδάσκουμε έμπρακτα τον σεβασμό που κάθε άνθρωπος οφείλει στους προγόνους του. Τα μνημόσυνα, είναι η ουσιαστική, απαραίτητη και αναντικατάστατη τιμή και χρέος των ζώντων προς τους κεκοιμημένους. Αποτελούν και τον πιο ασφαλή τρόπο απόδοσης τιμής, διότι, ευτυχώς, εκεί δεν μπορούμε να παρέμβουμε, αλλά τους παραδίδουμε στην Εκκλησία που προσεύχεται απαθώς, και τιμά τον κάθε κεκοιμημένο με μοναδικό τρόπο.

Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

Μνήμες λαών

Πριν λίγο καιρό, μιλούσα με κάποια παιδιά του Γυμνασίου, που ήθελαν να με γνωρίσουν και να μου κάνουν ερωτήσεις για ένα βιβλίο μου. Συζητώντας, τα ρώτησα κι εγώ με τη σειρά μου αν θα ήθελαν να βρεθούν σε μια «σκουληκότρυπα» και να γυρίσουν πίσω στο χρόνο, να γνωρίσουν ανθρώπους που έζησαν πριν από μας, να δουν με τα μάτια τους ένα κόσμο που έχει πια περάσει, να μάθουν πως ήταν τότε, πως ζούσαν οι άνθρωποι, πόσο διαφορετικές ήταν οι εποχές τους από τη δική μας. Η απάντηση που πήρα –από όλους ανεξαιρέτως– ήταν ένα κατηγορηματικό ΟΧΙ, αντάξιο της επετείου της 28ης Οκτωβρίου!

Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Η αξιοπιστία του Θεού και η δική μας απιστία


 Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος ονομάζει την Πεντηκοστή μητρόπολη των εορτών. Ο ιερός υμνωδός την αποκαλεί «τελευταίαν εορτήν… αύτη εστί Πεντηκοστή, επαγγελίας συμπλήρωσις»· η εκπλήρωση των επαγγελιών του Θεού. Η εκπλήρωση των επαγγελιών του Πατρός δια του στόματος των Προφητών: «και έσται εν ταις εσχάταις ημέραις εκχεώ από του Πνεύματός μου επί πάσαν σάρκα». Αλλά και η εκπλήρωση των επαγγελιών του Υιού –επειδή μια είναι η ευδοκία και επαγγελία του Πατρός και του Υιού, κατά τον Αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά–  η απόδειξη της πιστότητας των λόγων Του: «και εγώ ερωτήσω τον Πατέρα, και άλλον Παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα, το Πνεύμα της αληθείας».

Η Πεντηκοστή


Στην εικόνα της Πεντηκοστής, παρουσιάζονται ημικυκλικά καθισμένοι οι απόστολοι, με παρόντα και αυτή τη φορά τον απόστολο Παύλο, γιατί αυτός που εκοπίασε περισσότερο απ’ όλους, ο πρωτεργάτης του Ευαγγελίου, δεν μπορούσε να λείπει απ’ το γεγονός της Πεντηκοστής.
Από ένα κύκλο φωτός, στο κέντρο της κορυφής της εικόνας, κατέρχονται σα βίαιη πνοή οι δώδεκα πύρινες γλώσσες, ή αλλού παρουσιάζονται να έχουν ήδη κατέλθει επάνω στις κεφαλές των αποστόλων, οι οποίοι για πρώτη φορά στο Δωδεκάορτο ζωγραφίζονται με φωτοστέφανο, γιατί το φωτοστέφανο υπάρχει στους αγίους συμβολίζοντας τη συνεχή παρουσία του Αγίου Πνεύματος μέσα στο συγκεκριμένο άνθρωπο, που, αρχίζοντας από το νου, αγιάζει ολόκληρο το σώμα και την ψυχή. Πριν την Πεντηκοστή, διαρκής παρουσία του Αγίου Πνεύματος δεν υπήρχε. Εκείνη την ημέρα, για πρώτη φορά, το Άγιο Πνεύμα ήρθε και εσκήνωσε στους αποστόλους, στους συγκεκριμένους εκείνους ανθρώπους τους οποίους είχε προετοιμάσει ο ίδιος ο Χριστός, κι επάνω στους οποίους εθεμελίωσε την Εκκλησία, ώστε να υπάρχει συγκεκριμένη εικόνα της και συγκεκριμένος τρόπος διαδοχής. 

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Μάθημα ζωής....


 Πριν λίγες μέρες, κάποιοι “άνθρωποι” –αν μπορούν να ονομαστούν έτσι– δημιούργησαν φασαρίες στην περιοχή μας, ρίχνοντας αυτοσχέδιες βόμβες στο αστυνομικό τμήμα της οδού Καλλιδρομίου και πυρπολώντας σταθμευμένα αυτοκίνητα και ένα μηχανάκι.
Ήταν Σάββατο δώδεκα το μεσημέρι, μέρα και ώρα που η λαϊκή αγορά της περιοχής μας έχει τη μεγαλύτερη κίνηση. Οικογενειάρχες άνθρωποι όλων των ηλικιών –πολλοί απ’ αυτούς μαζί με τα παιδιά τους– κυκλοφορούσαν στους δρόμους όπου έγιναν τα επεισόδια και πέντε πολίτες τραυματίστηκαν σοβαρά, εκτός των άλλων μικροτραυ­ματισμών.

OΙ ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ

Είναι η ιστορία 2 φίλων που περπατούν στην έρημο.
Κάποια στιγμή τσακώθηκαν
και ο ένας από τους δύο έδωσε ένα χαστούκι στον άλλο.
Αυτός ο τελευταίος, πονεμένος, αλλά χωρίς να πει τίποτα, έγραψε στην άμμο:
ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΕ ΧΑΣΤΟΥΚΙΣΕ.
Συνέχισαν να περπατούν μέχρι που βρήκαν μια όαση όπου αποφάσισαν να κάνουν μπάνιο.
Αλλά αυτός που είχε φάει το χαστούκι παραλίγο να πνιγεί και ο φίλος του τον έσωσε.
Όταν συνήλθε, έγραψε πάνω σε μια πέτρα:
ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΜΟΥ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΖΩΗ
Αυτός που τον είχε χαστουκίσει και στη συνέχεια του έσωσε τη ζωή, τον ρώτησε :
όταν σε χτύπησα, έγραψες πάνω στην άμμο, και τώρα έγραψες πάνω στην πέτρα.
Γιατί?
Ο άλλος φίλος απάντησε :
«όταν κάποιος μας πληγώνει, πρέπει να το γράφουμε στην άμμο όπου οι άνεμοι της συγνώμης μπορούν να το σβήσουν.
Αλλά όταν κάποιος κάνει κάτι καλό για μας, πρέπει να το χαράζουμε στην πέτρα, όπου κανένας άνεμος δεν μπορεί να το σβήσει».

ΜΑΘΕ ΝΑ ΓΡΑΦΕΙΣ ΤΑ ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΣΟΥ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ ΚΑΙ ΝΑ ΧΑΡΑΖΕΙΣ ΤΙΣ ΧΑΡΕΣ ΣΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΤΡΑ

Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

Πόσο διαρκεί η ζωή του ανθρώπου



Ήταν τότε που ο Θεός μόλις είχε τελειώσει τη δημιουργία του κόσμου, σ’ εκείνον τον πρώτο καιρό. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να ορίσει πόσο θα διαρκεί η ζωή κάθε πλάσματός του πάνω στη γη, εμφανίστηκε το μουλάρι και τον ρώτησε:
«Κύριε, πόσα χρόνια θα ζήσω σε τούτο τον κόσμο;».

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Αυτό που πεθύμησε ν’ακούσει ο βασιλιάς Άκμπαρ


 Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και δεν ήταν, ε κι άμα δεν ήταν εμείς μπορεί να μη μιλάγαμε γι’ αυτό, ήταν λένε, σ’ ένα βασίλειο στα μέρη της Ανατολής ο ξακουστός βασιλιάς Άκμπαρ. Ζούσε μέσα στις πολυτέλειες και τα πλούτη κι είχε ό,τι ποθούσε την ώρα που το γύρευε. Κι ήρθε μια μέρα, που απόστασε απ’ τα ξενύχτια με τα χαρέμια του και κουράστηκε απ’ το πηγαινέλα των πασάδων του που δεν είχε τελειωμό και βαρέθηκε απ’όσα έγραφαν γι’ αυτόν και διάβαζαν μπροστά του οι ποιητάδες. Ήταν του λόγου του αυτός χορτασμένος απ’ τα τσιμπούσια των γλεντιών και μουστωμένος απ’ τις μουσικές και τους χορούς, μπαϊλτισμένος απ’ τις σοφίες της δωδεκάδας των συμβούλων κι απ’ τα λιβανίσματα, τα προσκυνήματα και τα χειροφιλήματα των ξένων μα και των υπηρετών του. Τότε ήταν που η ψυχή του αποθύμησε κάτι που να μην το ξέρει, κάτι να μπορέσει να του αλλάξει λίγο τη ζωή, να διώξει μακριά τη βαριεμάρα της κάθε μέρας και τις σκοτούρες από το νου του.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Η ΑΝΑΛΗΨΙΣ


Η εικόνα της Αναλήψεως διηγείται την τελευταία σωματική εμφάνιση του Χριστού στη γη, τη σκηνή δηλαδή που διηγείται στο τέλος του Ευαγγελίου του ο Λουκάς, όταν ο Χριστός ωδήγησε τους μαθητάς Του στη Βηθανία, κι εκεί, μπροστά τους, ανελήφθη στον ουρανό.