Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

Αυτό που πεθύμησε ν’ακούσει ο βασιλιάς Άκμπαρ


 Μια φορά κι έναν καιρό ήταν και δεν ήταν, ε κι άμα δεν ήταν εμείς μπορεί να μη μιλάγαμε γι’ αυτό, ήταν λένε, σ’ ένα βασίλειο στα μέρη της Ανατολής ο ξακουστός βασιλιάς Άκμπαρ. Ζούσε μέσα στις πολυτέλειες και τα πλούτη κι είχε ό,τι ποθούσε την ώρα που το γύρευε. Κι ήρθε μια μέρα, που απόστασε απ’ τα ξενύχτια με τα χαρέμια του και κουράστηκε απ’ το πηγαινέλα των πασάδων του που δεν είχε τελειωμό και βαρέθηκε απ’όσα έγραφαν γι’ αυτόν και διάβαζαν μπροστά του οι ποιητάδες. Ήταν του λόγου του αυτός χορτασμένος απ’ τα τσιμπούσια των γλεντιών και μουστωμένος απ’ τις μουσικές και τους χορούς, μπαϊλτισμένος απ’ τις σοφίες της δωδεκάδας των συμβούλων κι απ’ τα λιβανίσματα, τα προσκυνήματα και τα χειροφιλήματα των ξένων μα και των υπηρετών του. Τότε ήταν που η ψυχή του αποθύμησε κάτι που να μην το ξέρει, κάτι να μπορέσει να του αλλάξει λίγο τη ζωή, να διώξει μακριά τη βαριεμάρα της κάθε μέρας και τις σκοτούρες από το νου του.

Στάθηκε μπροστά στο παραθύρι του κι έριξε μια ματιά έξω απ’ το παλάτι. Είδε το πλήθος του κόσμου που περπατούσε στο δρόμο και πήγαινε πέρα δώθε σαν φουσκωμένο ποτάμι και τότε αντίκρισε τη γριά τσιγγάνα την Ταμάρα, που την ήξερε ολάκερη η πολιτεία για τις ιστορίες που έλεγε μα και για τα χωρατά της και τα πειράγματα που έκανε στον κόσμο. Έστειλε τους υπηρέτες του να την φωνάξουν και σαν αυτή φάνηκε την κάθισε στον οντά απέναντί του.
«Θέλω να μου πεις κάτι που να είναι στ’ αλήθεια όμορφο μα που να μην σκανταλίζει η ομορφιά του, να έχει βαθιά τα πρέπει και τα μη χωρίς να σε ανακατώνει όπως κάνουνε οι δάσκαλοι, να είναι σοφό κι απλό χωρίς τη σχολαστικότητα της φιλοσοφίας και να μην είναι τυλιγμένο στα φανταχτερά κουρέλια της, να είναι ευχάριστο σαν την καινούργια φιλενάδα αλλά να μην σε κουράζει όπως κάνει η γυναίκα του σπιτιού σου, να σε μεθάει σαν το παλιό καλό κρασί χωρίς όμως να σου θολώνει το μυαλό, να μη βάζει σε σκοτούρες τον βασιλιά κι όσους κάνουνε κουμάντο μα να δίνει κουράγιο σ’ όσους υποφέρουν, ν’αρέσει στους φτωχούς και τους πλούσιους, στους άντρες και τις γυναίκες, να μπορεί να ξετρελαίνει αυτούς που ξέρουνε πολλά κι αυτούς που δεν ξέρουν τίποτα, κάτι που να το αγαπούνε οι γέροντες που κουβαλάνε τη γνώση της ζωής αλλά και τα μικρά παιδιά που δεν έχουνε διόλου μυαλό αλλά και άντρες που έχουνε μια στάλα μεσ’ στο κεφάλι τους, να αποκοιμίζει τους μικρούς και να ξυπνάει τους μεγάλους, κάτι που για το χατίρι του θα παρατάνε στη μέση τις δουλειές του σπιτιού οι νοικοκυρές, θ’αποξεχνάνε τη βαρέλα τους να ξεχειλίζει στη βρύση, θ’απολησμονούνε στο φούρνο το ψωμί, θα καίνε το φαΐ τους στη φωτιά. Θέλω να μου πεις κάτι που θα μαγεύει νιους, γριές και γέρους, που θα το ακούμε με την ίδια ξεγνοιασιά τη μέρα μα και την ώρα που ρίχνει τα σκοτάδια της η νύχτα, κάτι που θα λέει αλήθειες χωρίς να πληγώνει αυτούς που τις ακούν και δίχως να βάζει σε κίνδυνο όσους τις ξεστομίζουν ...».
Όλοι τριγύρω σώπασαν στο παλάτι και θαύμασαν τη σοφία του βασιλιά και τον έξυπνο το λόγο του μα σκέφτηκαν πως ο βασιλιάς τους ζητάει στ’ αλήθεια κάτι που δεν υπάρχει να τα ‘χει όλα τούτα μαζωμένα και μεμιάς.
Η γριά τσιγγάνα χαμογέλασε. «Κατάλαβα, τι ζητάς πολυχρονεμένε μου» αποκρίθηκε. Καθώς ήτανε του λόγου της ανακαθισμένη αντίκρυ στον βασιλιά, έβγαλε τα σαντάλια της, βολεύτηκε καλύτερα, στήριξε το κεφάλι της στο χέρι κι άρχισε έτσι όπως της ερχόταν κατά νου, να του λέει ένα παραμύθι...

 (Τσιγγάνικο Παραμύθι)
Πηγή: Προύσαλη, Δημήτρης (2010):
Παραμύθια των Παραμυθάδων, Αθήνα
Εκδόσεις Απόπειρα

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου