Σάββατο 4 Ιουνίου 2011

Πόσο διαρκεί η ζωή του ανθρώπου



Ήταν τότε που ο Θεός μόλις είχε τελειώσει τη δημιουργία του κόσμου, σ’ εκείνον τον πρώτο καιρό. Τη στιγμή που ήταν έτοιμος να ορίσει πόσο θα διαρκεί η ζωή κάθε πλάσματός του πάνω στη γη, εμφανίστηκε το μουλάρι και τον ρώτησε:
«Κύριε, πόσα χρόνια θα ζήσω σε τούτο τον κόσμο;».

«Τριάντα χρόνια», απάντησε ο Δημιουργός.
«Σ’ ευχαριστεί τόσο;»
«Αχ, Θεέ μου!», απάντησε το μουλάρι. «Είναι πολύς καιρός. Σκέψου λιγάκι τη δύστυχή μου ύπαρξη! Να πρέπει να κουβαλάω βαριά φορτία απ’ τα χαράματα ως τη νύχτα, να σηκώνω τσουβάλια με στάρι στους μύλους για να τρώνε άλλοι το ψωμί, να μου δίνουνε κουράγιο παρά μόνο με χτυπήματα και κλωτσιές. Σε παρακαλώ απάλλαξέ με από μια τόσο μεγάλη και βασανιστική ζωή. Κάνε με να ζω λιγότερο».
Τότε ο Δημιουργός ακούγοντας αυτά το λυπήθηκε και το απάλλαξε από δεκαοχτώ χρόνια. Το μουλάρι έφυγε ικανοποιημένο.
Την επόμενη στιγμή εμφανίστηκε ο σκύλος. Ο Δημιουργός τον είδε και τον ρώτησε:
«Εσύ πόσα χρόνια θέλεις να ζήσεις; Τριάντα χρόνια μπορεί να φαίνονται πολλά στο μουλάρι αλλά εσένα θα σε ευχαριστεί τούτη η διάρκεια».
«Θεέ μου!», απάντησε ο σκύλος «Είναι αυτό που πραγματικά θα ήθελα; Σκέψου πόσο θα έχω να τρέξω, τα πόδια μου δεν θ’ αντέξουν τόση ταλαιπωρία για τόσον πολύ καιρό. Κι όταν θα έχω χάσει τη φωνή μου και δε θα μπορώ να γαβγίζω, και όταν θα μου έχουν πέσει τα δόντια και δε θα μπορώ να δαγκώσω, τι θα μου έχει απομείνει πια από το να σέρνομαι λουφάζοντας απ’ τη μια γωνιά στην άλλη και να γρυλίζω μέσα στη θλίψη; Τριάντα χρόνια είναι πολλά για μένα...».
Ο Δημιουργός είδε ότι ο σκύλος είχε δίκιο και του έκοψε δώδεκα χρόνια ζωής.
Δεν πέρασε λίγη ώρα και φάνηκε μπροστά του η μαϊμού.
«Εσύ θα θέλεις σίγουρα να ζεις τριάντα χρόνια», της είπε ο Δημιουργός. «Δεν έχεις ανάγκη να δουλεύεις όπως το μουλάρι κι ο σκύλος, και πάντα θα περνάς καλά και θα διασκεδάζεις με τα καμώματά σου».
Μα η μαϊμού απάντησε:
«Αχ! Θεέ μου! Μακάρι τα πράγματα να ήταν έτσι αλλά είναι πολύ διαφορετικά: Είμαι πολύ άτυχη. Ζω για να κάνω πολλά αστεία και γκριμάτσες που φέρνουν γέλιο στα πρόσωπα των ανθρώπων, αλλά αν με φιλέψουν ένα μήλο και το δαγκώσω, αλίμονο, το μήλο είναι πάντα ξινό! Να ξέρεις πίσω απ’ το κέφι μου κρύβεται τις περισσότερες φορές η λύπη που νιώθω! Δε θα μπορέσω ν’ αντέξω τριάντα ολόκληρα χρόνια...».
Ο Δημιουργός ακούγοντας τούτα τα λόγια της μαϊμούς έδειξε πόσο σπλαχνικός ήταν με τα πλάσματά του και της αφαίρεσε δέκα χρόνια.
Τότε ήταν που ήρθε κι ο άνθρωπος γεμάτος χαρά κι υγεία, όλο ζωηράδα. Παρακάλεσε το Δημιουργό να ορίσει και τη διάρκεια της δικής του ζωής.
«Θα ζεις τριάντα χρόνια», είπε εκείνος. «Σου φτάνουν τόσα;»
«Είναι πολύ σύντομος χρόνος!», παραπονέθηκε ο άνθρωπος «Στα τριάντα μου θα έχω χτίσει το σπίτι μου και μια φωτιά θα μου φλογίζει την καρδιά, τότε που θα έχω φυτέψει δέντρα που θα μου δίνουν τον καρπό τους, την ώρα που εγώ θα ετοιμάζομαι να ευχαριστηθώ τη ζωή μου, την ώρα εκείνη θα είμαι για να πεθάνω! Θεέ μου! Σε παρακαλώ μάκρυνε το χρόνο της ζωής μου! Θέλω να ζήσω περισσότερο!»
«Θα σου προσθέσω τα δεκαοκτώ χρόνια που έβγαλα απ’ τη ζωή του μουλαριού», είπε ο Δημιουργός.
«Δεν μου φτάνουν, δεν είναι αρκετά!», απάντησε πάλι με παράπονο ο άνθρωπος.
«Θα σου δώσω ακόμα και τα δώδεκα χρόνια που πήρα απ’ τη ζωή του σκύλου».
«Ακόμα λίγα είναι», είπε ο άνθρωπος «Θέλω κι άλλα».
«Εντάξει τότε!», απάντησε ο Δημιουργός, «Θα σου δώσω επιπλέον τα δέκα χρόνια της μαϊμούς, αλλά ούτε ένα χρόνο παραπάνω!».
Ο άνθρωπος έφυγε. Όμως ακόμα δεν ήταν ευχαριστημένος.
Από τότε ο άνθρωπος ζει περίπου εβδομήντα χρόνια. Τα πρώτα τριάντα χρόνια είναι τα ανθρώπινα που περνάνε γρήγορα. Τότε ο άνθρωπος έχει υγεία, αγαπά τη διασκέδαση κι έχει κέφι, δουλεύει με ευχαρίστηση και η ζωή του τον ικανοποιεί. Έπειτα έρχονται τα δεκαοχτώ χρόνια του μουλαριού που κουβαλά το ένα φορτίο μετά το άλλο στις πλάτες του: Πρέπει να κουβαλήσει το στάρι που θα θρέψει άλλους, και χτυπήματα και κλωτσιές είναι συνήθως η ανταμοιβή του για τις πιστές του υπηρεσίες. Μετά ακολουθούν τα δώδεκα χρόνια του σκύλου, τότε που είναι στην άκρη και γρυλίζει και δεν έχει πια δόντια να δαγκώσει. Όταν τα χρόνια του περάσουν κι αρχίζει να τελειώνει η ζωή τότε έρχονται τα δέκα χρόνια της μαϊμούς. Ο άνθρωπος σ’ αυτά τα χρόνια χάνει το μυαλό του, η σκέψη του αδυνατίζει, κάνει χαζά κι ανόητα πράγματα και γίνεται περίγελος των παιδιών...

Πηγή: Προύσαλης Δημήτρης (2007)
Παραμύθια του Κάτω Κόσμου
Εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου