Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Η κυρα-Μιζέρια κι ο Θάνατος


Μιά φορά κι έναν καιρό, λένε, ζούσε σ’έναν τόπο μια γριά που τα ‘χε τα χρονάκια της. Μοναδική της συντροφιά είχε μια αχλαδιά που μεγάλωνε κοντά στην πόρτα της καλύβας της. Ο κόσμος τη φώναζε «κυρα-Μιζέρια». Τα παιδιά της γειτονιάς της πήγαιναν και την κορόιδευαν, και σαν ερχόταν η εποχή που τα αχλάδια ωρίμαζαν, ανέβαιναν στην αχλαδιά και της έκλεβαν και τα φρούτα! Η γριά τα κυνηγούσε και τα μάλωνε αλλά πού να τα βγάλει πέρα μαζί τους! Την έγιναν κακός μπελάς. Και κάθε φορά που έδενε ο καρπός και βάραιναν τ’αχλάδια στα κλαδιά γίνονταν τα ίδια: Νάσου τα παλιόπαιδα του χωριού να πηδάνε το φράχτη της, να σκαρφαλώνουν στην αχλαδιά της, να βγάζουν τα σουγιαδάκια τους, να κόβουν όλα τ’ αχλάδια, να γιομίζουν τα σακούλια τους, να δίνουν μια και να πηδάνε κάτω, να κοροϊδεύουν τη γριά και να χάνονται μέσα στους δρόμους του χωριού. Όλα αυτά την έφεραν σ’ ένα τέτοιο σημείο που δεν ήξερε πια τι να κάνει ...

Στο τέλειωμα μιας μέρας, εκεί που η γριά καθόταν στην αυλή κάτω απ’ την αχλαδιά της, ένας ταξιδιώτης σταμάτησε μπροστά στην καλύβα της. Τη ρώτησε αν θα μπορούσε να τον φιλοξενήσει για τη νύχτα που ερχόταν. Η γριά είπε στον ταξιδιώτη: «Έλα μέσα, ξένε. Κάπου θα βρω να σου στρώσω». Ο άντρας την ακολούθησε μέσα στην καλύβα της και μετά από λίγο ξάπλωσε να κοιμηθεί. Όταν ξημέρωσε κι ετοιμάστηκε να φύγει, γύρισε προς το μέρος της γριάς και της είπε: «Γριά! Για το καλό που μου έκανες ζήτησέ μου οτιδήποτε θελήσεις και η επιθυμία σου θα πραγματοποιηθεί».
Η κυρα-Μιζέρια είπε: «Έχω μονάχα μια επιθυμία».
«Έλα λοιπόν, πες μου ποια είναι, ζήτησέ μου ότι θες ...» είπε ο άντρας.
«Θέλω όποιος σκαρφαλώνει πάνω στο δέντρο μου, να κολλάει και να μη μπορεί να κατέβει αν εγώ δεν του πω» απάντησε η γριά.
«Πες πως έγινε» της είπε ο ταξιδιώτης.
Πέρασε ο καιρός και τα άνθη της αχλαδιάς έδεσαν καρπό. Τα αχλάδια φάνηκαν να κρέμονται απ’τα κλαδιά του δέντρου κι άρχισαν να βαραίνουν ωριμάζοντας. Τα παιδιά της γειτονιάς –όπως το ‘χανε συνήθεια- φάνηκαν ξανά στην αυλή της γριάς, σκαρφάλωσαν πάνω στο δέντρο, έφτασαν μέχρι την κορφή του, έκοψαν τα φρούτα μα σαν πήγαν να κατέβουν δεν μπορούσαν! Είχαν κολλήσει! Άρχισαν να παρακαλούνε τη γριά να τους αφήσει να κατέβουν. «Άσε μας γριά να κατέβουμε. Σε παρακαλούμε! Άσε μας να πάμε στις μανάδες μας!». Η γριά όμως δεν άκουγε τίποτα. Τόσα βάσανα και ζημιές της είχαν κάνει. Στο τέλος, μετά από πολλά παρακάλια, δέχτηκε να τα αφήσει να κατέβουν απ’το δέντρο αλλά με την υπόσχεση ότι δεν θα την ξαναενοχλούσαν ποτέ πια. Τα παιδιά έκαναν ό,τι του είπε και από εκείνη τη μέρα δεν φάνηκαν ξανά στην αυλή της.
Κύλησαν οι μέρες, κι ένα σούρουπο εκεί που η κυρα-Μιζέρια κάθονταν κάτω απ’ την αχλαδιά της είδε να έρχεται κάποιος ταξιδιώτης απ’ το δρόμο. Τα ποδάρια του λες και δεν πάταγαν στη γη, το ρούχο του γιομάτο τρύπες και κουρέλια, το πρόσωπό του σκοτεινό –μάτια δεν έβλεπες. Πλησίασε και στάθηκε μπροστά στην καλύβα της γριάς. Ήταν πνιγμένος στη σκόνη του δρόμου και λαχάνιαζε. Η κυρα-Μιζέρια, σαν τον είδε, τον ρώτησε: «Παιδάκι μου τίνος είσαι εσύ; Δε σε ξέρω, τι ζητάς στα μέρη μας;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Γριά, είμαι ο Θάνατος και ήρθα να σε πάρω».
Η γριά σαν τ’ άκουσε απάντησε: «Αχ παλικάρι μου! Να ‘ξερες πώς σε περιμένω! Και με βάρυναν πια τα χρόνια μου στην πλάτη κι άλλο πια δεν αντέχω! Πέρνα μέσα. Μα μήπως μπορείς να μου κάνεις μια τελευταία χάρη; Δε σκαρφαλώνεις λιγάκι στην αχλαδιά να κόψεις κάμποσα αχλάδια για το δρόμο να ‘χουμε να τρώμε; Άντε βρε παλικάρι μου που δε με βαστούν εμένα πια τα πόδια μου!»
Ο Θάνατος ξεγελιέται και σκαρφαλώνει πάνω στο δέντρο να κόψει τ’αχλάδια. Μαζεύει όσα μάζεψε, γεμίζει το σακούλι του, πάει να κατέβει μα πού! Άρχισε να φοβερίζει τη γριά μα η κυρα-Μιζέρια δεν τον άφηνε να κατέβει με τίποτα: «Εκεί να μείνεις για πάντα κολλημένος, αναθεματισμένε!»
Τα χρόνια πέρασαν και δεν πέθαινε κανένας πια σ’αυτόν τον κόσμο. Καμιά είδηση για θάνατο δε μαθεύτηκε πουθενά. Οι γιατροί, οι φαρμακοποιοί, οι παπάδες, οι νεκροθάφτες άρχισαν να παραπονιούνται. Έχαναν τις δουλειές τους και πεινούσαν. Εκτός απ’ αυτό υπήρχαν άνθρωποι που είχαν παραγεράσει, έφτασαν στα τελευταία τους και ένιωθαν κουρασμένοι απ’ τη ζωή. Ήταν έτοιμοι για το ταξίδι στον άλλο κόσμο και περίμεναν την ώρα του λυτρωμού. Οι άρρωστοι να βασανίζονται και να ταλαιπωρούνται, να παρακαλούν να έρθει ο Θάνατος να βρουν αναπαμό. Μα πού ο Θάνατος! Ήταν κολλημένος στην αχλαδιά της γριάς!
Όταν έφτασαν όλα αυτά στ’ αφτιά της κυρα-Μιζέριας, γυρίζει και του λέει: «Θάνατε, δε μου λες, άμα σ’αφήσω να κατέβεις θα μου υποσχεθείς ότι δεν θα ξανάρθεις ποτέ να με πάρεις;» Το σκέφτηκε καλά ο Θάνατος. Είδε και τη δουλειά που είχε μαζευτεί, τι να κάνει; «Μια ψυχή λιγότερη τι αξία έχει; Μια παλιόγρια είναι του λόγου της» σκέφτηκε. «Εντάξει! Άσε με να κατέβω!» Δέχτηκε, και της έδωσε την υπόσχεση. Τότε λέει η γρια την κουβέντα της κι ευθύς ο Θάνατος λευτερώθηκε. Κάνει μια «Φσσσσσς!» και χάθηκε από κει που ‘ρθε.
Από τότε ο Θάνατος έρχεται και φεύγει σε τούτο τον κόσμο και κάθε φορά παίρνει όσους είναι η ώρα τους  να φύγουν, όσους είναι ορισμένο να πεθάνουν. Παίρνει πλούσιους, παίρνει φτωχούς, παίρνει άντρες και παίρνει γυναίκες, καμιά φορά ξεχνιέται και παίρνει και παιδιά, παίρνει χοντρούς και παίρνει και αδύνατους και δεν κάνει διάκριση σε κανέναν μήτε και χάρη δίνει. Μα η κυρα-Μιζέρια από τότε, λένε, μένει για πάντα ανάμεσα στους ανθρώπους ...
(Πουέρτο Ρίκο)
Πηγή: Προύσαλης Δημήτρης (2007)
Παραμύθια του Κάτω Κόσμου
Εκδόσεις Απόπειρα, Αθήνα


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου