Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011

Ο κύκλος που έκλεισε ξανά...



Το καλοκαίρι πέρασε και, για άλλη μια φορά, ολοκληρώθηκε ο κύκλος των εποχών. Φαινομενικά, όλα μοιάζουν ίδια κι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει πάψει πια να δίνει σημασία σε κάποιες ασήμαντες –κατά τη γνώμη του– λεπτομέρειες. Η δική μας η ζωή έχει βασικά δύο άξονες: διακοπές–δουλειά, δουλειά–διακοπές. Όταν φτάνει η τελευταία μέρα των διακοπών, μετράμε τον καιρό που μας μένει για τις επόμενες. Ακόμη κι η πανσέληνος κατάντησε να μας φαντάζει τόσο παράξενη, που ανοίγουμε τους αρχαιολογικούς χώρους και ταράζουμε τη σιωπή της με τις φιέστες μας. Έτσι χάσαμε τη σημασία του κύκλου των καιρών, χάσαμε πράγματα πολύτιμα, που δεν θα βρεθούν ποτέ πια.


Οι παλιοί άνθρωποι όμως, που ήξεραν να ακολουθούν το φυσικό ρυθμό της κτίσης, έβαζαν σαν αρχή του χρόνου τον Σεπτέμβριο. Όταν ο κύκλος έχει κλείσει. Η γη έχει κυοφορήσει τις σκοτεινές κρύες μέρες του χειμώνα, έχει ανθίσει κάτω απ’ το χρυσό φως της άνοιξης, έχει ωριμάσει κάτω απ’ τον άσπρο καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Όταν το στάρι έχει μπει στις αποθήκες και τα σταφύλια έχουν μαζευτεί και πατηθεί για να γίνουν κρασί και μούστος. Τότε ο άνθρωπος ησυχάζει λίγο, προτού ξεκινήσει η νέα σπορά…

Δεν μπορεί κανείς να μην εντυπωσιαστεί και να μην προβλη­ματιστεί απ’ την αρμονία που μένει ασάλευτη στο χρόνο, σταθερή, γαλήνια, χωρίς κομπασμούς και ματαιότητες, απεικονίζοντας ένα απειροελάχιστο της γαλήνης και της πληρότητας και της ωραιότητας Αυτού που ώρισε τους χρόνους και τους καιρούς και τους κύκλους της ζωής.

Παλιά, οι άνθρωποι για να ευχαριστήσουν το Θεό που τους χάρισε τη ζωή και την αφθονία, Του πρόσφεραν θυσίες, το ένα δέκατο από τους καλύτερους καρπούς, τα καλύτερα και ωραιότερα ζώα τους. Όχι ότι ο Θεός τα έχει ανάγκη. Τι να τα κάνει; Τρώει ο Θεός, ή πίνει; Ή έχει την ανάγκη μας; Μας το λέει ο Ιδιος, χρησιμοποιώντας το στόμα του προφήτη και ποιητή και βασιληά Δαυΐδ: «ου δέξομαι εκ του οίκου σου μόσχους ουδέ εκ των ποιμνίων σου χιμάρους. Ότι εμά εστι πάντα τα θηρία του δρυμού, κτήνη εν τοις όρεσι και βόες· έγνωκα πάντα τα πετεινά του ουρανού και ωραιότης του αγρού μετ’ εμού εστιν. Εάν πεινάσω ου μη σοι είπω· εμή γάρ εστιν η οικουμένη και το πλήρωμα αυτής…»

Ο άνθρωπος είναι αυτός που έχει την ανάγκη –ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε να νοιώθει βαθειά μέσα του την ανάγκη– να Του επιστρέψει πίσω κάτι απ’ τον Πατρικό Του πλούτο, απ’ τη Πατρική Του περιουσία. Για να Τον ευχαριστήσει για την κάθε αχτίδα που ωριμάζει τα στάχυα, για τον κάθε κόκκο γης που βλαστάνει ζωή, για την κάθε στάλα του φεγγαριού που ασημίζει το νερό που δεν κουράζεται, αιώνες τώρα, να γεννάει ζωή και να μας τη δίνει για να μας τρέφει πλούσια.

Και μέσα σ’ όλον αυτό τον πλούτο και την ομορφιά της συγκο­μιδής, προσφέρει και η Εκκλησία τη «δεκάτη» του δικού της θερισμού. Ποιος έχει μετρήσει τα εκκλησάκια τα σπαρμένα σε δάση κι ακροθαλασσιές, σε ποτάμια και λίμνες, σε βουνά και πεδιάδες; Ποιος έχει μετρήσει τους αγίους του καλοκαιριού, τις σιωπηλές σκιές που παρατηρούν από ψηλά, απ’ τους βράχους που είναι χτισμένα τα «σπίτια» τους τις δραστηριότητες των ανθρώπων και τον κόπο και τις ανάγκες τους, που συντροφεύουν τα καΐκια που βγαίνουν για ψάρεμα, ή στέκονται δίπλα στους θεριστές που κοπιάζουν, ή μαζεύουν τα άτακτα κατσικάκια όταν χοροπηδούν άμυαλα στους γκρεμούς;

Ποιος έχει μετρήσει το στράτευμα της αφρόκρεμας της ανθρωπό­τητας που πρόσφεραν θεληματικά τον εαυτό τους σαν άμωμη «δεκάτη» για να ευχαριστήσουν το Θεό για το δώρο που μας έκανε όταν μας έφερε στην ύπαρξη και καταδέχτηκε να μας ονομάσει φίλους Του; Μικρές κοπελίτσες στην αρχή της ζωής τους, ώριμες γυναίκες μαζί με τα παιδιά που γέννησαν, νεαροί πολεμιστές πάνω στη δόξα της ομορφιάς και της δύναμής τους, ώριμοι πολεμιστές που ο χρόνος ξάσπρισε τα μαλλιά τους και μεταμόρφωσε την ορμή της νεότητας σε σοφία και βαθειά, εσωτερική γαλήνη και γενναιότητα.

Ποιός σάλπισε το προσκλητήριο; Κοσμάς και Δαμιανός, Υάκιν­θος, Θεόδοτος και Θεοδότη, Ανδρέας επίσκοπος Κρήτης, Κυριακή, Προκόπιος και Θεοδοσία, Παγκράτιος, Ευφημία και Ολγα, Πρόκλος, Ιλάριος, Ακύλας ο απόστολος, Κήρυκος και Ιουλίττα, Αθηνογένης ο επίσκοπος και μάρτυς και ποιητής του «Φως ιλαρόν», Μαρίνα, Αιμιλιανός, Φωκάς, Χριστίνα, Παρασκευή, Ερμόλαος και Παντε­λεήμων, Τίμων και Παρμενάς, Καλλίνικος, Σίλας, Σιλουανός, Ανδρό­νικος κι άλλοι «ων ουκ έστιν αριθμός», μια ατέλειωτη σειρά. Άνθρω­ποι όλων των ηλικιών και όλων των τρόπων ζωής. Ο θερισμός του Θεού. Η προσφορά της ανθρωπότητας. Οι μόνοι όμορφοι και ζωντανοί κάτοικοι του νεκρού και άσχημου κόσμου μας.

Κι ακόμη δεν τέλειωσαν. Ακόμη ο Θεός θερίζει κι η ανθρωπότητα Του προσφέρει θυσία ό,τι πιο όμορφο, ό,τι πιο αθώο, ό,τι πιο ευγενικό έχει. Μέχρι να γεμίσουν οι «αποθήκες» Του και να κλείσει οριστικά ο κύκλος των χρόνων και των καιρών…



                                                Νινέττα  Βολουδάκη
     «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2011
         Τεύχος 110-111


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου