Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Η Εικόνα της Γεννήσεως


Μετά την επαγγελία της ενανθρωπήσεως του Θεού, έρχεται η πραγμάτωσή της. Ο διατεταγμένος καιρός περνάει και ο Χριστός γεννάται στη Βηθλεέμ. Η δεύτερη εικόνα του Δωδεκαόρτου, η οποία επιγράφεται «η Γέννησις του Χριστού», διηγείται ακριβώς όλα τα γεγονότα τα συνδεδεμένα μ’ αυτό το περιστατικό.
Στο κέντρο ζωγραφίζεται το βουνό με το σπήλαιο, κι ο Χριστός σαν βρέφος σπαργανωμένο μέσα στη φάτνη, ενώ από πάνω ή δίπλα του σκύβουν ή γονατίζουν τα ζώα της φάτνης, ένα γαϊδουράκι κι ένα βόδι. Σε κάποιες σπάνιες εικόνες, το βουνό έχει μάτια, σαν ζωντανό.
Το αστέρι της Γεννήσεως έχει σταματήσει ακριβώς επάνω από το βουνό, κι οι ακτίνες του κατεβαίνουν χαμηλά, μέχρι το σπήλαιο.
Δίπλα στο Χριστό, η Παναγία, άλλες φορές γονατιστή, άλλες ανακεκλιμένη, έχει έκφραση απορίας και δέους, σαν να αναρωτιέται: «πώς ενεσπάρης μοι; ή πώς μοι ενεφύης, ο λυτρωτής μου και Θεός;» (Δοξαστικό προεόρτιο των Χριστουγέννων).

Στο επάνω μέρος της παραστάσεως, δεξιά κι αριστερά από το σπήλαιο, άγγελοι δοξολογούν. Πιό μακριά, άλλοι άγγελοι μεταφέρουν στους ποιμένες το μήνυμα της Γεννήσεως, κι οι έκθαμβοι ποιμένες ζωγραφίζονται στραμμένοι και σπεύδοντας προς το σπήλαιο, προκειμένου να διαπιστώσουν την αλήθεια όλων όσων άκουσαν, όπως περιγράφεται στο β’ κεφάλαιο του κατά Λουκάν Ευαγγελίου.
Απέναντι από τους ποιμένες, ζωγραφίζονται έφιπποι οι τρεις Μάγοι να ακολουθούν ένα μακρινό δρόμο, κυττάζοντας προς τον ουρανό τον Αστέρα, που τους οδηγούσε να φθάσουν στο Χριστό. Γιατί οι Μάγοι δεν προσκύνησαν τον Χριστό στο σπήλαιο, αλλά «ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού...» (Ματθ. β’11). Τον βρήκαν, δηλαδή, αρκετό καιρό μετά τη Γέννηση, γι’ αυτό ο Ηρώδης έδωσε εντολή να σκοτώσουν όσα νήπια ήσαν από δύο χρόνων και κάτω.
Σε μερικές παραστάσεις –όχι σε όλες- στο κάτω τμήμα προστίθεται η σκηνή του λουτρού του νεογέννητου Χριστού από δύο ή τρεις γυναίκες.
Ο Ιωσήφ εικονίζεται κοντά στο σπήλαιο, αλλά κάπως αποτραβηγμένος παράμερα, αφού τα κύρια πρόσωπα της σκηνής είναι η Παναγία μητέρα και το νεογέννητο βρέφος, αυτός δε είναι μόνον ο προστάτης τους. Μερικές φορές δε εικονίζεται στην κάτω γωνία της όλης συνθέσεως, καθισμένος σ’ ένα βράχο, στηρίζοντας το κεφάλι στην παλάμη του σε στάση βαθειάς περισυλλογής, ενώ όρθιος μπροστά του ένας γέροντας άνθρωπος με όψη βοσκού ακουμπά σ’ ένα ποιμενικό ραβδί και σκύβει ελαφρά προς το μέρος του, σαν να του ψιθυρίζει κάτι. Αυτή η σκηνή ονομάζεται «πειρασμός του Ιωσήφ» και περιγράφει τη θλίψη και την έκπληξή του όταν έμαθε ότι η Παναγία περίμενε παιδί, προτού πληροφορηθεί και βεβαιωθεί για τον παράδοξο κι ανήκουστο τρόπο της συλλήψεως και γεννήσεως του Χριστού. Είναι η ίδια σκηνή που περιγράφει η υμνολογία στο δοξαστικό των Μεγάλων Ωρών της παραμονής των Χριστουγέννων: «Τάδε λέγει Ιωσήφ προς την Παρθένον· Μαρία, τι το δράμα τούτο, ό εν σοι τεθέαμαι; Απορώ και εξίσταμαι και τον νουν καταπλήττομαι· λάθρα τοίνυν απ’εμού γενού εν τάχει...». Γι’ αυτό ζωγραφίζεται σκεπτικός, θλιμμένος, προβληματισμένος, σαν να σκέπτεται τον τρόπο να την απομακρύνει κρυφά, χωρίς να την εκθέσει.
Άλλες φορές πάλι, ο Ιωσήφ εικονίζεται και στη γωνία, στη σκηνή του πειρασμού, αλλά και επάνω, κοντά στο σπήλαιο, στην τελική του θέση, του προστάτη και κηδεμόνα της Παναγίας και του νεογέννητου Χριστού.
Βυζαντινή ζωγραφική θεωρία, Νινέττα Βολουδάκη
Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1995



0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου