Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Νέα Κυκλοφορία της Νινέττας Βολουδάκη από τις Εκδόσεις Λιβάνη

Τη νύχτα του πρώτου χιονιού, οι θρύλοι λένε πως τα ξωτικά βγαίνουν να το προϋπαντήσουν καβάλα στους μονόκερους.
Αν κοιτάξεις προσεκτικά, θα δεις τις σκιές τους να περνούν, αλλά είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσεις, γιατί καβαλάρηδες και μονόκεροι είναι κάτασπροι και κρύβονται στο χιόνι.
Τα χρόνια που στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βασίλευε η δυναστεία των Κομνηνών –τα τελευταία χρόνια του πλούτου, της ακμής και της δύναμής της– κάποια ξωτικά και μονόκεροι, κάποιοι θρύλοι και παραμύθια είχαν απομείνει να ανακατεύονται με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας «Βασιλίς Ειρήνη η εξ Αλαμανών», που περιγράφει τα τελευταία χρόνια της ζωής του αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνού –του δεύτερου της δυναστείας–, ψάχνει ανάμεσα στους θρύλους και στις πραγματικότητες για να φέρει στο φως την ιστορία μιας Αλαμανής αρχόντισσας, της κοντέσας Μπέρθα του Σούλτσμπαχ, γυναικαδέλφης του ρήγα Κονράδου, που ήρθε στην ωραιότερη πόλη της τότε γνωστής οικουμένης, στη Βασιλεύουσα πόλη, στα μέσα του 12ου αιώνα, για να παντρευτεί το μικρότερο πορφυρογέννητο γιο του βασιλέα Ιωάννη, τον Μανουήλ.
Η ιστορία της ξεκινάει μια νύχτα του πρώτου χιονιού και ακολουθεί ένα λαβύρινθο από απρόσμενα μονοπάτια, μέχρι να φτάσει στο τέλος της, ύστερα από δεκάξι χρόνια.
Στην αρχή, ο θρόνος της αυτοκρατορίας έμοιαζε απλησίαστος για τον τελευταίο γιο που είχε τρεις μεγαλύτερους αδερφούς να προηγούνται στη σειρά της διαδοχής και το συνοικέσιο με μια Αλαμανή μικροευγενή ήταν αποδεκτό. Η ζωή των ανθρώπων, όμως, σπάνια είναι προβλέψιμη. Και, πολύ συχνά, ξεπερνάει ακόμα και τους θρύλους και τα παραμύθια.
«Η φωνή της ηχεί ακόµα και τώρα στ’ αφτιά µου, µε την ξενική προφορά της που ποτέ δεν κατάφερε να την αποβάλει εντελώς. Τα ζήλευε τα περιστέρια επειδή πετούσαν ελεύθερα στον ουρανό, ενώ εκείνη έµενε φυλακισµένη στη χρυσή φυλακή της, στο παλάτιό της, µε όλη την πολυτέλεια και τη χλιδή που ποτέ της δεν επιθύµησε. Τα µόνα πράγµατα που αγάπησε ήταν η άγρια οµορφιά των δασωµένων βουνών, η απεραντοσύνη των πεδιάδων, η χαρά τού να ακολουθεί καλπάζοντας ένα αργοκίνητο ποτάµι, µε το τόξο της κρεµασµένο στην πλάτη, τη φαρέτρα της γεµάτη φτερωτά βέλη, το σπαθί κρεµασµένο στο πλευρό της – ένας νεαρός, ευκίνητος, ατρόµητος πολεµιστής, έτσι όπως τη γνώρισα».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου