Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΠΙΣΤΩΝ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

Eἰλικρινά λυπήθηκα διαβάζοντας κάποιους σχολιασμούς τοῦ ἄρ­θρου μου «Τό νέο ἔτος θά εἶναι χρόνος ἡμερολογίου ἤ ἑορ­το­λο­γί­ου;», πού δημοσιεύθηκε στό Ἐνοριακό μας Περιοδικό «Ἐνο­ρι­ακή Εὐλογία» (τόν Ἰανουάριο 2014, τεῦχος 137).
Οἱ σχολιασμοί προέρχονται ἀπό πιστούς ἀνθρώπους πού ἀκο­λου­θοῦν, ὅμως, τό Ἀρχαῖο (Ἰουλιανό) ἡμερολόγιο καί ὡς ἐκ τούτου ἡ εὐαισθησία τους σέ κάποιες λέξεις, τούς ἀφαίρεσε τήν ψυχραιμία νά ἀξιοποιήσουν τό περιεχόμενο καί κυρίως, τό μήνυμα καί τόν σκο­πό τοῦ ἄρθρου μου.
Σκοπός τοῦ ἄρθρου δέν ἦταν νά ὑποτιμήση οὔτε νά προσβάλη τούς ἀνθρώπους τοῦ Ἀρχαίου Ἡμερολογίου (τό ἀποκαλῶ ἔτσι γιά μιά νέα ἀρχή, ἀφοῦ ὁ προσδιορισμός Παλαιο­ημερολογῖται ἔχει φορτισθεῖ ἀρνητικά). Κάθε ἄλλο: Ἡ πορεία κά­θε ἀνθρώπου εἶναι σεβαστή καί Κριτής ὅλων μας ὁ Θεός «ἐν τῇ ἡμέ­­ρᾳ ἐκείνῃ». Ἀντιθέτως, μάλιστα, ἐτόνισα ὅτι πρόκειται περί «πι­στῶν ἀνθρώπων». Ὡστόσο ἡ φράση μου «ἔκαμαν ἀπό τοῦ 1924 Σχῖ­σμα, στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» ἦταν ἐκείνη πού πυροδότησε τήν ἀντί­δραση καί ἀγανάκτησή τους.
Θεωρῶ, λοιπόν, ὅτι ἀπαιτοῦνται ἐκ μέρους μου μερικές ἐξη­γήσεις, ὥστε ἀφ’ ἑνός μέν νά κατανοηθῆ τό πνεῦμα ἀλλά καί τό γράμμα τοῦ κειμένου μου καί, ἀφ’ ἑτέρου, νά τεθοῦν οἱ προϋποθέσεις γιά τή συνέχιση ἑνός γόνιμου διαλόγου μεταξύ μας, κάτι πού ἦταν ἀρχική ἐπιδίωξή μου, δεδομένου ὅτι τά τελευταῖα χρόνια ἔχω γνωρίσει κάποιους ἀξιόλογους ἀνθρώπους τοῦ Ἀρχαίου Ἡμερολογίου, οἱ ὁποῖοι θέλουν ἕνα γνήσιο θεολογικό διάλογο καί ὄχι ἁπλουστεύσεις καί ἄσχετους συσχετισμούς.

Ἐν πρώτοις, θέλω νά διευκρινήσω ὅτι οἱ ἐξηγήσεις πού θά κα­ταθέσω δέν ἀποσκοποῦν μόνο στό νά διασαφηνίσουν κάποια ἐπί­μα­χα σημεῖα τοῦ συγκεκριμένου ἄρθρου μου, ἀλλά καί νά ὑποδείξουν τήν θεματολογία πού ἀπαιτεῖται, ὥστε ἕνας διάλογος μεταξύ πιστῶν τοῦ Ἀρχαίου καί τοῦ Νέου Ἡμε­ρο­λογίου νά ἐλπίζη σέ κάποια θετικά ἀποτελέσματα.
Σημειώνω, λοιπόν, ὅτι:
Ἡ ἐπίμαχη παράγραφος τοῦ ἄρθρου μου, πού προκάλεσε τίς περισσότερες ἀντιδράσεις: «Πρέπει νά μᾶς προ­βλη­­ματίση τό γεγο­νός ὅτι τό Ἡμερολόγιο –ἀπό πλευρᾶς ὀπαδῶν– ὑπερισχύει τοῦ Ἑορτολογίου, ἀφοῦ ἀκόμη καί πιστοί ἄνθρωποι ἔκαμαν ἀπό τοῦ 1924 Σχῖσμα στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀναγνωρίσαντες ψευ­­­δῶς ὡς πατέρα τοῦ Ἡμερολογίου τούς Ἁγίους Πατέρας(!), ἀντί τοῦ πραγματικοῦ του πατέρα, πού εἶναι ὁ εἰδωλολάτρης Ἰού­λιος Καίσαρας!» περιγράφει μιά ἱστορική πραγμα­τι­κό­τητα, ἕνα ἀδιαμ­φι­σβήτητο ἱστορικό γεγονός. Ποιός ἄραγε, ἀμφιβάλλει ὅτι ὑπάρχει μέσα στήν Πατρίδα μας ἀπό τό 1924 Σχῖσμα μεταξύ πιστῶν ἀνθρώπων μόνο καί μόνο ἐπειδή ἀκολουθοῦν διαφορετικά Ἡμερολόγια;
Ποιός, ἐπίσης, ἀμφισβητεῖ πλέον μετά τά τόσα χρόνια τοῦ Σχί­­­σμα­τος, ὅτι ἀποκλειστική αἰτία του (καί ὄχι ἁπλῆ ἀφορμή) ὑπῆρ­ξε ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμε­ρο­λο­γίου τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους; Ὅλα ὅσα προσετέθησαν ἐκ τῶν ὑστέρων χρειάζονται πολλή καί σοβαρή συζήτηση γιατί υἱοθετήθηκαν μέ βιασύνη ἀπό ὅσους τά ἀποδέχθηκαν, χωρίς βαθειά θεολογική καί ἱστορική ἐξέταση.
Ἡ ἀλήθεια, πού πρέπει ἀπό ὅλους μας νά γίνη ἀποδεκτή, εἶναι πώς ἄν δέν γινόταν ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου, δέν ἐπρόκειτο ποτέ νά γίνη ἐκκλησιαστικό Σχῖσμα, ἀσχέτως τῶν οἰκουμενιστικῶν καινοτομιῶν τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ἐκ τῶν ὑστέ­ρων προβαλλομένη θεολογική ἐπιχειρηματολογία ἐνι­σχύει τούς ἰσχυρισμούς μου, ὅτι τό Σχῖσμα ἔγινε ἀποκλειστικά γιά τό Ἡμε­ρο­λό­γιο, κάτι πού σήμερα οἱ τοῦ Ἀρχαίου Ἡμερολογίου τό ἀρ­­νοῦν­­ται, παρ’ ὅτι ἐξακολουθοῦν νά τό ἀπο­καλοῦν «Πά­τρι­ον», δίδοντάς του μέ αὐτόν τόν προσδιορισμό ἱερές προεκτάσεις.
Ἕνα εἶναι βέβαιο. Ὅτι μέ τήν ἀ­πο­χώ­ρηση ἐκλεκτῶν πιστῶν ἀπό τήν «Θείαν Παρεμβολήν Παρατάξεως Κυρίου», ἀφ’ ἑνός μέν ἀπο­δυ­να­μώ­θηκε ἡ μάχιμη μερίδα τοῦ Πιστοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἀφ’ ἑτέρου, οἱ ἀποχωρήσαντες διεσπάσθησαν καί αὐτοί σέ πολλές καί –κα­τά καιρούς– ἀντιμαχόμενες μερίδες, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνουμε ὅλοι ἐπίχαρμα τοῦ διαβόλου!
Σήμερα, πού ὁ ἀποχριστιανισμός τῆς Πατρίδος μας βρίσκεται σέ ὁριακό σημεῖο καί ἀπειλεῖται μέ ἀφανισμό ἡ Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα, ἔχουμε χρέος ὅλοι νά στραφοῦμε στό οὐσιῶδες καί ἀπό κοινοῦ, μέ φόβο Θεοῦ νά μελετήσουμε, νά συζητήσουμε καί νά συμφωνήσουμε κινούμενοι ἐπάνω σέ ἕνα βασικό ἄξονα. Νά συμφωνήσουμε, δηλαδή, ὅτι ὑπάρχει οὐσιώδης διαφορά μεταξύ τῶν ἀμετακινήτων Ὀρθο­δό­ξων Δογμάτων (πού ὅλοι οἱ πιστοί ἔχουμε χρέος νά προασπισθοῦμε μέχρι θανάτου) καί τῶν, τυχόν, προσωπικῶν ἤ Ποιμαντικῶν ἁμαρ­τιῶν τῶν Ἐπισκόπων ἤ τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκ­κλησιῶν. Αὐτό τό σημεῖο εἶναι καίριο ἀλλά ἀγνοήθηκε μέχρι σή­με­ρα καί γι’ αύτό τά ἀποτελέσματα ἦταν ἕνας ἀσταμάτητος κατα­κερματισμός τοῦ Σώματος τῶν Πιστῶν.
Γιά νά μήν παρεξηγηθῶ ὅτι ἐπιχειρῶ σκόπιμες ἁπλουστεύσεις, δηλώνω ἀπερίφραστα ὅτι ὅλες σχεδόν οἱ αἰτιάσεις τῶν ἀκο­λου­θούν­των τό Ἀρχαῖο Ἡμερολόγιο κατά τῶν καινοτομιῶν τῶν Οἰ­κου­­­με­­­νι­­στῶν Ἐπισκόπων τοῦ Νέου Ἡμερολογίου ἀληθεύουν. Ἐξ ἄλλου, αὐτές, ἀλλά καί πολύ περισσότερες ἐκκλησιολογικές καί ποι­μαν­τι­κές ἐκτροπές Νεοημερολογιτῶν ἔχουν κατακεραυνώσει κο­ρυ­φαῖοι ἐκπρόσωποι τοῦ Νέου Ἡμε­ρο­­λο­­γί­ου μέ ἐπι­κε­φα­λῆς τόν Ἅγιο Ἰουστῖνον Πόποβιτς καί τόν π. Ἐπι­­φά­­νι­ον Θεο­δω­ρό­πουλον. Δέν μπορεῖ, φερ’ εἰπεῖν, κανείς νά ἀρ­νη­θῆ ὅτι πα­ρα­μέ­νει μέχρι σήμερα ἀσυναγώνιστος ὁ ἔλεγχος, πού δημό­σια ἄσκησε ὁ π. Ἐπιφάνιος κατά τοῦ Πα­τρι­άρ­χου Ἀθηναγόρου καί συνάμα δίδει καί τό Ὀρθόδοξο στῖγμα, ἀλλά καί τό ἔναυσμα γιά νά ἀρχίση καί μιά ἄλλη συζήτηση –ἐξόχως ἐπείγουσα στίς μέρες μας– περί τοῦ ὅτι κανένα Πατριαρχεῖο δέν ἔχει πρωτεῖο Ἐξουσίας ἐπί τῆς Καθο­λι­κῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας!
Ἐπίσης, κανείς, νομίζω, δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ ὅτι ἡ Δογματική τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι πλήρης καί γι’ αὐτό δέν ἐπιδέχεται προ­σθῆ­κες καί συμπληρώσεις. Ἡ Δογματική τῆς Ἐκκλησίας μας ἑρμηνεύεται μέ τό Πνεῦμα τῶν Ἁγίων μας στή διαλεκτική γλῶσσα κάθε ἐποχῆς ἀλλά δέν ἀλλοιώνεται οὔτε τροποποιεῖται.
Συνεπῶς, πρέπει νά ἐξαιρεθῆ ἀπό ἕνα μελλοντικό διάλογο με­τα­ξύ πιστῶν διαφορετικῶν Ἡμερολογίων ὅλος ὁ κατάλογος τῶν αἰτι­ά­σεων ἐκείνων πού θεμελιώνονται στήν θεολογικά σαθρή βάση ὅτι οἱ Οἰκουμενιστικές συμπεριφορές (συμπροσευχές μέ ἑτεροδόξους καί ἀλλοθρήσκους καί ἄλλες φαιδρές καί μέ πολιτικές σκοπιμότητες ἐνεργούμενες ἀσχήμιες καί ἀθεοφοβίες) Ἐπισκόπων ἤ Προκαθημένων Ἐκκλησιῶν μεταδίδουν αἵρεση καί σέ συλλειτουργούς τους! Οἱ ὁμόδοξοι συλλειτουργοί μετέχουν στήν Θεία Λειτουργία, δέν μετέχουν ὁ ἕνας στήν ψυχή καί στήν συνείδηση τοῦ ἄλλου. Καί –πολύ περισσότερο– δέν μεταδίδουν αἵρεση ὁ ἕνας στόν ἄλλον, ἐπειδή κάποιος ἀπό τούς δύο συμπροσευχήθηκε ἤ συλ­λει­τούργησε μέ αἱρετικούς.
Ἡ αἵρεση δέν μεταδίδεται στήν Ἐκκλησία, οὔτε μεταδίδεται σέ πιστούς Ὀρθοδόξους Κληρικούς μέ φρόνημα καί βιοτή κατά πάν­τα ἐναρμονισμένα μέ τήν «Πίστιν τῶν Ὀρθοδόξων», ἡ ὁποία «τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».
Ἡ αἵρεση δέν εἶναι ἴωση, εἶναι οἰκείωση τῆς πλάνης. Οἰ­κειο­ποι­­οῦνται τήν πλάνη ὅσοι Ἐπίσκοποι ἤ καί Πρεσβύτεροι συμ­πλέουν καί συμπροσεύχονται ἤ καί συγκοινωνοῦν μέ αἱρετικούς ἀλ­λά δέν μεταδίδουν, οὔτε ἔχουν δικαίωμα καί δυνατότητα νά μεταδώσουν τήν αἵρεσή τους στούς πιστούς Κληρικούς μέ τούς ὁποίους Ὀρθοδόξως συλλειτουργοῦν.
Ἐάν πιστεύσουμε ὅτι ἡ αἵρεση ἔχει τέτοια καταλυτική δύναμη νά στερῆ τήν Ἱερωσύνη καί ἐκείνων τῶν πιστῶν ἁγιοπατερικῶν Κλη­ρι­κῶν πού ἁπλῶς συλλειτουργοῦν λόγῳ τῶν λειτουργικῶν τους ὑπο­χρε­ώσεων μέ συγκοινωνούς αἱρετικῶν, τότε δέν θά ἐχρειάζετο νά καθαιρεθοῦν οὔτε οἱ αἱρετικοί, ἀφοῦ ἡ αἵρεσή τους μεταδίδει τήν καθαίρεση ἀκόμη καί στούς κοινωνούς τῶν κοινωνούντων, ἔστω καί ἄν οἱ κοινωνοί αὐτοί εἶναι παντελῶς ἀθῶοι καί καταδικάζουν μετά βδελυγμίας τήν αἵρεση!
Ἔτσι ἐξηγεῖται τό γιατί δέν ἔγιναν Σχίσματα μεταξύ τῶν Πιστῶν Ὀρθοδόξων ἀνά τούς αἰῶνες, παρ’ ὅτι κατά διαστήματα ὑπῆρξαν ὄχι μόνο Ἐπίσκοποι συλλειτουργοί αἱρετικῶν ἤ αἱρετιζόντων ἀλλά καί Μάγοι Ἐπίσκοποι, δηλαδή Δαιμονολάτρες!
Ἡ μετάδοση τῆς αἱρέσεως δέν εἶναι μαγική ὑπόθεση ἤ κολλη­τι­κή. Ἡ μετάδοση τῆς αἱρέσεως εἶναι συνειδητή ἀποδοχή τῆς πλά­νης καί, γιά νά μιλήσουμε μέ εἰλικρίνεια, αὐτό συνέβαινε στό παρελθόν. Σήμερα, μετά τίς ἐξονυχιστικές ἀναλύσεις τῶν Ἁγ. Πα­τέ­ρων, ὅσοι Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι συμπλέουν ἤ καί υἱοθετοῦν τίς αἱρέσεις (βαπτίζοντάς τις, μάλιστα, ἐκδοχές τῆς Ἀληθείας τῆς Ἐκ­κλη­σίας!), τό πράττουν, ὄχι γιατί θεωροῦν τίς αἱρέσεις ἀνώτερες τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά γιατί ἁπλούστατα δέν πιστεύουν κἄν οὔτε στήν Ὕπαρξη Συγκε­κρι­μένου Θεοῦ!Ὑπηρετοῦν ἁπλῶς ὡς Κληρικοί–Πρίγκιπες τήν δόλια τακτική τῆς χειραγωγήσεως πιστῶν ἀνθρώπων στήν παγκο­σμι­ο­ποι­ημένη δαιμονική τακτική τῆς ἐπιβεβλημένης Ὑπο­κει­μενικότητος!
Πόσοι αἰῶνες εἶχαν περάσει ἀπό τῆς καταδίκης τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί, ὑπῆρχαν ἀκόμη πυρῆνες Κληρικῶν, Πρεσβυτέρων καί Ἐπισκό­πων, πού κρυφά ἐξακολουθοῦσαν νά πιστεύουν τήν Ἀρειανική πλάνη καί ὅμως συν­υπῆρ­χαν μέ τούς Ὀρθοδόξους;
Πολλάκις συλλειτουργοῦσαν μέ Ὀρθοδόξους γιατί ἦταν ἀδύ­νατον νά ἐξιχνιασθῆ ἡ προέλευση καί ἡ συναναστροφή τοῦ καθενός, ἀλλά καί γιατί λειτουργικές ὑποχρεώσεις τῶν Πρεσβυτέρων δέν τούς ἐπέτρεπαν νά ἀποφύγουν τό συλλείτουργο μέ τόν Ἐπίσκοπό τους, ἄν καί ἐγνώριζαν ὅτι αὐτός ἐρωτοτροπεῖ μέ τούς Ἀρειανούς.
Ἡ πλέον, ὅμως, κραυγαλέα ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ἡ αἵρεση δέν εἶ­ναι μεταδοτική, δίδεται ἀπό τήν Σύνοδο τῆς Φερράρας. Πόσο διά­στη­μα προηγήθηκε τῆς τελικῆς ἀρνήσεως τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐ­­γε­­νι­­κοῦ νά ἑνωθῆ ἡ Ὀρθοδοξία μέ τήν Παπική πλάνη; Πόσοι Ἐπίσκοποι, ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλον ὑπέκυπταν στήν Παπική αἵρεση; Πόσες συναλλαγές μεταξύ Ἐπισκόπων καί Πά­πα καί, ὅμως, κανένα Σχῖσμα μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων! Γιατί ἔγινε αὐτό καί ὄχι ἕνα Σχῖσμα τοῦ Ἁγ. Μάρκου; Διότι Πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας καί τῶν πιστῶν Της ἦταν καί εἶναι, πώς δέν μο­λύ­νε­ται ὁ Πιστός ἀπό κανέναν, ἄν ὁ πιστός δέν υἱοθετήση «ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας καί διανοίας καί ἰσχύος του» τήν πνευματική μόλυνση τῆς αἱρέσεως, ἀρκεῖ νά μή δια­σπά­ση τήν ἑνότητα τοῦ Σώματος καί διαχωρίση τόν ἑαυτό του ἀπό τήν Ἀποστολική Διαδοχή τοῦ Σώματος τῶν Ἐπισκόπων, πού ἔχουν, ἀπό τόν Ἅγιο Ἰάκωβο τόν Ἀδελφόθεον, ἀδιάκοπη καί ἀδιατάρακτη Ἑνότητα μεταξύ τους.
Ἄν τότε εἶχε δημιουργήσει Σχῖσμα ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ἡ περιπέτεια πού θά ἐγνώριζε ἡ Ἐκκλησία μας θά εἶχε ἀπρόβλεπτες συνέπειες καί, ἀσφαλῶς, δέν εἶναι καθόλου βέβαιον ἄν θά ἦσαν οἱ Πατέρες μας εἰς θέσιν νά μᾶς μεταλαμπαδεύσουν μέχρι σήμερα ἀκεραία τήν Ὀρθόδοξη Πίστη μέσα σέ δύνη Σχισμάτων, ὅπως δέν κατόρθωσαν νά τήν μεταλαμπαδεύσουν στούς ἀπογόνους τους καί οἱ πατέρες ἄλλων λαῶν (ὅπως τῆς Κίνας, τῆς Ἰνδίας κ.ἄ.), παρ’ ὅτι δέν ἐγνώρισε αὐτή τήν περιπέτεια ἡ Ἐκκλησία!
Ἐάν ἕνας καί μόνος ἀληθινός Ἐπίσκοπος, ὁ ἅγιος Μᾶρκος, μέ τήν Ἀλήθεια Χριστός κατώρθωσε νά ἀποτρέψη τή συγχώνευση τῆς Ὀρθοδοξίας μέ τήν πλάνη, ἄν καί ἔμεινε «τῆς Πίστεως Μονομάχος», εἶναι δυνατόν ἐμεῖς νά ἀμφιβάλουμε ὅτι θά διατηρηθῆ καί σήμερα ἡ Ὀρθο­δο­ξία μας ἀλώβητη, ἀφοῦ ὑπάρχουν στίς μέρες μας πολλοί περισσότεροι τοῦ ἑνός Ἐπίσκοποι τῆς Ἀληθείας καί ἀγωνισταί Κληρικοί καί λαϊκοί προασπιστές Της;
Μποροῦμε, ἄραγε, νά λησμονήσουμε ὅτι πρό τῆς Ἁλώσεως τῆς Βασιλευούσης ἔγινε πραγματικό καί ὁλοκληρωτικό συλλείτουργο Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν καί, μάλιστα, στήν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐνώπιον τοῦ Αὐτοκράτορος(!) καί, παρά ταῦτα, δέν ἔγινε Σχῖσμα πιστῶν. Δόθηκε μέν ὡς ἐπιτίμιο τοῦ Θεοῦ ἡ Ἅλωση τῆς Πόλεως τῶν πόλεων, ἀλλά τό Σῶμα τῶν Πιστῶν ἔμεινε ἑνιαῖο καί ἀρραγές. Γι’ αὐτό καί ἄντεξε τό Γένος μας στήν 400χρονη δουλεία καί διατήρησε ἀλώβητη τήν Πίστη του.
Ἄν μετά τό ἀνοσιούργημα τοῦ συλλείτουργου τῆς Ἁγιά Σοφιᾶς δέν ἔγινε Σχῖσμα, ποιός πραγματικά πιστός νομιμοποιεῖται νά τολμήση κάτι τέτοιο, ἔχοντας, μάλιστα, τό κουράγιο νά ἐπιστρατεύη καί θεολογικά ἐπιχειρήματα;
Πόσοι ἅγιοι Πατέρες ἀνεδείχθησαν μετά τήν Ἅλωση; Καί, ὅμως, κανείς ἀπό αὐτούς δέν κατηγόρησε τούς χριστιανούς τῆς Ἁλώσεως ἐπειδή δέν ἔκαμαν Σχῖσμα, γιατί ἐγνώριζαν πολύ καλά οἱ Πατέρες μας ὅτι ὅλα τά Σχίσματα ἔγιναν ἀπό αἱρετικούς καί γι’ αὐτό κανένα ἀπό αὐτά δέν ἔχει δικαιωθεῖ καθ’ ὅλη τήν 2000ετῆ Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία!
Ἀπευθύνουμε, λοιπόν, μέ ἀνυπόκριτη ἀγάπη τό Προσκλητήριό μας γιά πραγματικό Θεολογικό Διάλογο μεταξύ Πιστῶν, Κληρικῶν καί Λαϊκῶν τοῦ Ἀρχαίου καί τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὅπως ἦταν καί ὁ ἀρχικός στόχος τοῦ προηγουμένου ἄρθρου μας.
Δέν ἔχουμε τήν μωρία νά πιστεύουμε ὅτι μέ αὐτόν τόν Διάλογο Ἀληθείας ἐλπίζουμε νά ἐπιτύχουμε περισσότερα ἀπό ὅσα ἐπέτυχαν προγενέστεροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ κορυφαῖον τόν π. Ἐπι­φάνιον Θεοδωρόπουλον. Δέν ἔχουμε τόση μωρία ὥστε νά τό ἐλπί­ζουμε στηριζόμενοι στίς δυνατότητές μας, οἱ ὁποῖες καί χωρίς τήν χρήση ταπεινολογίας εἶναι μηδαμινές. Ἐλπίζουμε, ὅμως, σέ κατά Θεόν ἀποτελέσματα τοῦ προκηρυσσομένου Διαλόγου στηριζόμενοι στήν προεργασία πού ἔκαμε ὁ νέος «Μονομάχος (κατά τήν ἁγιοπνευματική ποιότητα) τῆς Πίστεως», μακαριστός Ἀρχιμανδρίτης Μᾶρκος Μανώλης, ἀλλά καί στήν πνευματική ποιότητα καί νηφαλιότητα πολλῶν πιστῶν τοῦ Ἀρχαίου Ἡμερολογίου, κάποιοι ἀπό τούς ὁποίους μαθήτευσαν πλησίον τοῦ συγχρόνου Ἁγίου μας, Πατρός Ἰουστίνου Πόποβιτς!

                                                π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
       «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ » Αρ. Τεύχους 138
Φεβρουάριος 2014

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου