Λένε πως μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ’ έναν τόπο ένας ρήγας μεγάλος και τρανός. Μετά τα πρώτα χρόνια της εξουσίας του, τούτος ο ρήγας συνήθιζε να μεταμφιέζεται σε ζητιάνο και να βγαίνει τα βράδια στους δρόμους και τις γειτονιές και να αφουγκράζεται τη γνώμη του κόσμου για τον τρόπο που τους κυβερνά. Όλοι οι οι άνθρωποι είχαν παράπονα από τον ρήγα και τον έβριζαν για τα φιρμάνια που έβγαζε και τις αποφάσεις που έπαιρνε και κανένας τους δεν έλεγε καλό λόγο για δαύτον.
Ένα βράδυ, ο ρήγας – ζητιάνος εκεί που είχε βγει και πάλι στους δρόμους και τις πλατείες κι έστηνε αφτί, συνάντησε μια γριά. Έριχνε κι αυτή του λόγου της κατάρες κι αναθέματα όπως έκανε όλος ο κόσμος στον ρήγα. Μα σαν αντίκρισε το ζητιάνο άλλαξε τις κουβέντες της κι άρχισε να τον επαινεί και να παρακαλάει το Θεό να κόβει μέρες απ’ το λαό και να δίνει του ρήγα της χρόνια και να είναι καλά να τους διαφεντεύει. Ήταν η μόνη μέχρι τότε που ο ρήγας άκουσε από όλους να λέει καλή κουβέντα για τον μεγάλο βασιλιά. Ο ρήγας στάθηκε και τη ρώτησε γιατί το κάνει αυτό και η γριά αποκρίθηκε ότι τον αναγνώρισε και δεν μπόρεσε να την ξεγελάσει η μεταμφίεσή του αλλά κι ακόμα ότι δεν τον φοβόταν.
Ένα βράδυ, ο ρήγας – ζητιάνος εκεί που είχε βγει και πάλι στους δρόμους και τις πλατείες κι έστηνε αφτί, συνάντησε μια γριά. Έριχνε κι αυτή του λόγου της κατάρες κι αναθέματα όπως έκανε όλος ο κόσμος στον ρήγα. Μα σαν αντίκρισε το ζητιάνο άλλαξε τις κουβέντες της κι άρχισε να τον επαινεί και να παρακαλάει το Θεό να κόβει μέρες απ’ το λαό και να δίνει του ρήγα της χρόνια και να είναι καλά να τους διαφεντεύει. Ήταν η μόνη μέχρι τότε που ο ρήγας άκουσε από όλους να λέει καλή κουβέντα για τον μεγάλο βασιλιά. Ο ρήγας στάθηκε και τη ρώτησε γιατί το κάνει αυτό και η γριά αποκρίθηκε ότι τον αναγνώρισε και δεν μπόρεσε να την ξεγελάσει η μεταμφίεσή του αλλά κι ακόμα ότι δεν τον φοβόταν.