Τό ὄνομα τῆς χώρας μας, τόν τελευταῖο καιρό, ἔχει γίνει πρωτοσέλιδο σέ πάμπολλες μεγάλες καί μικρές ἐφημερίδες τῆς Εὐρώπης. Τά σχόλια πού τό συνοδεύουν δέ, δέν εἶναι καθόλου κολακευτικά. Αὐτό τό ἐπιβεβαιώνουν καί ἄνθρωποι πού ταξιδεύουν σέ Εὐρωπαϊκές χῶρες καί ντρέπονται νά ὁμολογήσουν τήν ἐθνικότητά τους, γιά νά μήν εἰσπράξουν τά εἰρωνικά καί ἀπαξιωτικά σχόλια τῶν Εὐρωπαίων πολιτῶν πού μᾶς θεωροῦν τεμπέληδες καί ἅρπαγες πού τούς βάζουμε νά δουλεύουν αὐτοί ἀντί γιά μᾶς καί τούς ἁρπάζουμε τούς καρπούς τῶν κόπων τους.
Ὅμως, προτοῦ προλάβουμε νά ἀγανακτήσουμε μέ τήν ἀχαριστία τῶν ἄσπονδων «φίλων» μας, εἶναι καλό νά προσπαθήσουμε νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας μέ τό βλέμμα ἑνός αὐστηροῦ ἀντίθετου κριτή. Καί, γιά νά γίνω πιό σαφής, νά σᾶς φέρω τό παράδειγμα μιᾶς Ἑλληνίδας πού ἔκανε αἰσθητή τήν παρουσία της στή Βρετανία καί κέρδισε μιά σημαντική θέση σέ δύο ἐκδόσεις τῶν Times, μιᾶς ἐφημερίδας πού διαβάζεται παγκόσμια, ἔχει τεράστια κυκλοφορία καί εἶναι ἀπό τίς πιό παλιές καί ἔγκυρες ἐφημερίδες
ὁλόκληρου τοῦ πλανήτη. Τόσο πολύ «διαφήμισε» αὐτή ἡ κυρία τό ὄνομα τῆς Ἑλλάδας.
Ἡ ἐν λόγω κυρία, λοιπόν, ἡ ὁποία ἔμενε τά τελευταία 15 χρόνια στή Βρετανία καί ἦταν διδάκτωρ ψυχολογίας σέ ἕνα βρετανικό πανεπιστήμιο, κλήθηκε σάν ἔνορκος σέ μιά δίκη. Ὁ δικαστής ἔδωσε σαφεῖς ἐντολές γιά τό ὅτι ἀπαγορευόταν στούς ἐνόρκους νά συζητήσουν ἔξω ἀπό τό δικαστήριο γιά τήν ὑπόθεση, νά μποῦν στό internet καί νά ἐρευνήσουν τήν ὑπόθεση, ἤ νά ζητήσουν –καί νά δώσουν– στοιχεῖα στόν τύπο γιά τόν κατηγορούμενο. Οἱ ὁδηγίες αὐτές θά μποροῦσαν καί νά μήν εἶχαν κἄν δοθεῖ, γιατί εἶναι αὐτονόητες γιά ὁποιονδήποτε νοήμονα ἄνθρωπο, πολύ περισσότερο γιά κάποιον πού διαθέτει βαρύγδουπους ἀκαδημαϊκούς τίτλους.
ὁλόκληρου τοῦ πλανήτη. Τόσο πολύ «διαφήμισε» αὐτή ἡ κυρία τό ὄνομα τῆς Ἑλλάδας.
Ἡ ἐν λόγω κυρία, λοιπόν, ἡ ὁποία ἔμενε τά τελευταία 15 χρόνια στή Βρετανία καί ἦταν διδάκτωρ ψυχολογίας σέ ἕνα βρετανικό πανεπιστήμιο, κλήθηκε σάν ἔνορκος σέ μιά δίκη. Ὁ δικαστής ἔδωσε σαφεῖς ἐντολές γιά τό ὅτι ἀπαγορευόταν στούς ἐνόρκους νά συζητήσουν ἔξω ἀπό τό δικαστήριο γιά τήν ὑπόθεση, νά μποῦν στό internet καί νά ἐρευνήσουν τήν ὑπόθεση, ἤ νά ζητήσουν –καί νά δώσουν– στοιχεῖα στόν τύπο γιά τόν κατηγορούμενο. Οἱ ὁδηγίες αὐτές θά μποροῦσαν καί νά μήν εἶχαν κἄν δοθεῖ, γιατί εἶναι αὐτονόητες γιά ὁποιονδήποτε νοήμονα ἄνθρωπο, πολύ περισσότερο γιά κάποιον πού διαθέτει βαρύγδουπους ἀκαδημαϊκούς τίτλους.
Ὑπῆρχαν ὅμως διχογνωμίες μεταξύ τῶν ἐνόρκων, κι ἡ συζήτηση τραβοῦσε σέ μάκρος καί δέν κατέληγαν σέ ἀπόφαση. Καί τότε ἀνέλαβε δράση τό ἑλληνικό δαιμόνιο! Ἡ κυρία μπῆκε στό internet, βρῆκε ἀπόρρητες πληροφορίες γιά τόν κατηγορούμενο, ἀνακάλυψε ὅτι εἶχε στό παρελθόν κατηγορηθεῖ γιά ἐπίθεση –χωρίς νά καταδικαστεῖ– καί ἀνέλαβε νά «διαφωτίσει » καί τούς ὑπόλοιπους ἐνόρκους, τούς ὁποίους καί ἔπεισε νά τόν καταδικάσουν. Κάποιος ὅμως ἐνημέρωσε τόν δικαστή γιά τή «δράση» της, καί ἡ κυρία ἀπό κριτής, ἔγινε κατάκριτος. Καί μαζί μ’ αὐτήν κατακρίθηκε καί τό ὄνομα τῆς χώρας μας καί –δυστυχῶς– ἡ νοοτροπία τῆς πλειοψηφίας τῶν νεοελλήνων. Στήν ἀπολογία της ἰσχυρίστηκε ὅτι μπῆκε στό διαδίκτυο γιά νά ἐρευνήσει τήν ἔννοια τῆς λέξης grievous –μιᾶς σαφέστατης καί ἁπλούστατης λέξης τῆς Ἀγγλικῆς γλώσσας– καί τυχαῖα(!) βρῆκε καί κάποιες πληροφορίες γιά τόν κατηγορούμενο, τίς ὁποῖες δέν ἤξερε ὅτι δέν πρέπει νά τίς συζητήσει μέ τούς ἄλλους ἐνόρκους… Ὁ δικαστής, βέβαια, δέν «ψωνίζει» ἑλληνικά, κι ἡ κυρία μπῆκε φυλακή γιά ἕξη μῆνες καί ἔχασε καί τή θέση της. Ἡ ἐθνικότητά της ὅμως ἔγινε ἀντικείμενο πολλῶν σχολιασμῶν –καί ὄχι ἀδικαιολόγητα.
Δυστυχῶς, ἡ νοοτροπία καί ἡ συμπεριφορά αὐτῆς τῆς κυρίας δέν εἶναι μεμονωμένη. Ἡ χώρα μας ἔχει διασυρθεῖ πολλές φορές στήν Εὐρώπη ἀπό ἀνάλογες συμπεριφορές ἀνθρώπων πού ἔχουν καί τήν ἀλαζονεία νά ποζάρουν γιά «σπουδαῖοι».
Οἱ μεγαλύτεροι στήν ἡλικία πρέπει νά θυμοῦνται πρίν ἀπό μερικά χρόνια, τότε πού γελοῦσε μέ μᾶς ὁλόκληρο τό Παρίσι γιατί μιά «μεγάλη» κυρία δική μας πού εἶχε συνοδεύσει τόν ἄντρα της σέ ἐπίσημη ἐπίσκεψη, εἶχε ὁρμήσει νά ψωνίσει σεντόνια (!) σέ τεράστιες ποσότητες, λές κι ἦταν γυναίκα ἀφρικανοῦ φυλάρχου πού δέν εἶχε ξαναδεῖ σεντόνια στή ζωή της, κι ἄς μέ συγχωρήσουν οἱ ἀφρικανοί φύλαρχοι πού δέν ἔχω καμμιά ἀμφιβολία ὅτι εἶναι ἀξιοπρεπέστατοι ἄνθρωποι!
Κάνοντας, λοιπόν, κανείς, αὐτή τήν ἐπώδυνη αὐτοκριτική, δέν μπορεῖ νά μήν ἀναρωτηθεῖ σέ ποιά ἱστορική στιγμή ὁ πολυμήχανος Ὀδυσσέας ἔγινε κουτοπόνηρος, πεινασμένος ἀπατεωνίσκος. Πότε ἡ ἔμφυτη ἐξυπνάδα καί ἐφευρετικότητα τοῦ λαοῦ μας ξέπεσε στό ἐπίπεδο τῆς ὕπουλης καί ἀνέντιμης «εὐελιξίας». Ἀπό ποιούς προγόνους μας τόν πήραμε αὐτόν τόν χαρακτῆρα; Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ πρό Χριστοῦ Ἕλληνες ἦταν ἄνθρωποι ὄχι εὔκολοι. Τά μικροσυμφέροντα καί οἱ ἐγωϊσμοί πολλές φορές τούς ἐμπόδιζαν νά διακρίνουν τό εὐρύτερο καλό. Γειτονικές πόλεις ἔβλεπαν ἡ μιά τήν ἄλλη σάν ἀντίπαλο, πολεμοῦσαν ἡ μιά τήν ἄλλη, ἀφάνιζαν ἡ μιά τήν ἄλλη. Οἱ Ἀθηναῖοι θεωροῦσαν σπουδαία τήν πόλη τους, οἱ Σπαρτιᾶτες τούς ἀπαξίωναν. Οἱ Κορίνθιοι εἶχαν μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους –εἶναι γνωστό τό περίφημο «οὐ παντός πλεῖν εἰς Κόρινθον»– οἱ Ἀθηναῖοι καί οἱ Σπαρτιᾶτες μαζί τούς ἀπαξίωναν ὅπως ἀπαξίωναν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, οἱ Θηβαῖοι τό ἴδιο ἀπαξίωναν ὅλους τούς ἄλλους καί πάει λέγοντας. Ὅλοι δέ μαζί, θεωροῦσαν τούς Μακεδόνες βαρβάρους καί ἐχθρούς τῆς Ἑλλάδας. Ἡ διχόνοια, ἄρα, εἶναι ἕνα πρωτογενές χαρακτηριστικό τοῦ λαοῦ μας πού πρέπει νά τό ἔχουμε πάντοτε πρό ὀφθαλμῶν. Γιατί, ἀπό τότε μέχρι σήμερα, σχεδόν τίποτε δέν ἔχει ἀλλάξει!
Βρέθηκα κάποτε σ’ ἕνα χωριό μέ ἐλάχιστους κατοίκους, τό πολύ καμμιά δεκαριά. Κι ὅμως, ἡ πάνω γειτονιά δέν μιλοῦσε μέ τήν κάτω. Κι ὁ τόπος ἦταν τόσο ἄγριος καί ἔρημος, ὥστε τό χειμῶνα κατέβαιναν ἀκόμα καί λύκοι ἀπό τά βουνά γιά νά ἐπιτεθοῦν στά ζῶα. Κι ὅμως οἱ κάτοικοι δέν μαλάκωναν οὔτε καί μπροστά στήν ἀπειλή τῶν λύκων!
Οἱ ἱστορικές συγκυρίες θά ἔπρεπε νά μᾶς ἔχουν δώσει τά μαθήματα πού χρειαζόμαστε. Ἀκόμα καί πρίν γνωρίσουμε καί δεχθοῦμε στήν πλειοψηφία μας τήν Πίστη, ὑπῆρχαν εὐκαιρίες γιά ἐθνική αὐτοκριτική. Ἡ ἐπιγραφή πού συνώδευε τό ἀφιέρωμα τῶν 300 Περσικῶν ἁσπίδων στό ναό τῆς Ἀθηνᾶς, μετά ἀπό τή μάχη τοῦ Γρανικοῦ, ἦταν –καί εἶναι– μιά εὐκαιρία γιά ἐθνική αὐτοκριτική. «Ἀλέξανδρος Φιλίππου,» ἔγραφε, «καί οἱ Ἕλληνες, πλήν Λακεδαιμονίων, ἀπό τῶν βαρβάρων τῶν τήν Ἀσίαν κατοικούντων.» Οἱ Ἕλληνες, πλήν αὐτῶν πού θά ’πρεπε νά εἶναι πρῶτοι! Οἱ Ἕλληνες, πλήν τοῦ στρατιωτικοῦ τους καυχήματος! Ἐπιτρεπόταν νά λείπει ἡ τελειώτερη στρατιωτική μηχανή τῶν Ἑλλήνων, ἀπ’ τή μεγαλύτερη νίκη τῶν Ἑλλήνων;
Ἀλλά, αὐτό πού δέν μᾶς ἔμαθαν οἱ ἱστορικές συγκυρίες, τό πῶς, δηλαδή, θά ξεπερνᾶμε τίς παραξενιές καί τά ἐλαττώματά μας, δέν θά ἔπρεπε νά μᾶς τό ἔχει μάθει ἡ ἐν Χριστῷ ζωή τόσων αἰώνων; Δέν θά ἔπρεπε νά ἔχουμε μάθει ἀπό τόσους ἁγίους ὅλων τῶν ἡλικιῶν καί ὅλων τῶν ἐπαγγελμάτων, μιᾶς χιλιόχρονης ζωῆς; Δέν θά ἔπρεπε νά τούς ἔχουμε διαλέξει γιά προγόνους μας, γιά πρότυπα τῆς ζωῆς μας καί τοῦ χαρακτῆρα μας; Γιατί ἐμεῖς ξαναγυρίζουμε, τώρα καί κάθε χρόνο πού περνάει, ὅλο καί πιό πίσω, στά ἐλαττώματα τῶν εἰδωλολατρῶν πατέρων μας –ἐπιδεινώνοντάς τα κιόλας–ἀντί νά γυρίζουμε στίς ἀρετές τῶν πολιτισμένων καί ἐξευγενισμένων καί πνευματικά καλλιεργημένων προγόνων μας;
Κάποιοι ἀναζητοῦν δικαιολογίες στά 400 χρόνια τῆς ὑποδούλωσής μας στούς Τούρκους. Αὐτές ὅμως εἶναι δικαιολογίες, ὄχι ἀλήθεια. Γιατί οἱ δυσκολίες πρέπει νά φέρνουν στήν ἐπιφάνεια τό καλύτερο στό χαρακτῆρα τοῦ ἀνθρώπου, ἄρα καί τῶν λαῶν. Στίς δυσκολίες καί στίς δυστυχίες πρέπει κανείς νά ἐπιστρατεύει ὅλες τίς δυνάμεις του, νά μαλακώνει, νά σμιλεύεται, νά ἐξαγνίζεται. Ὄχι νά ξαναγυρίζει στήν πρώτη του ἀγριότητα, ἤ καί ἀκόμα χειρότερα. Καί, ἐπιπλέον, ὅσο κι ἄν εἴμαστε προαιώνιοι ἐχθροί μέ τούς Τούρκους, εἶναι ἄδικο νά τούς κατηγοροῦμε γιά τόν ἐλαττωματικό χαρακτῆρα μας, γιατί, πολύ ἁπλᾶ, οἱ Τοῦρκοι δέν μᾶς μοιάζουν σ’ αὐτόν τόν χαρακτῆρα. Γι’ αὐτό καί δέν ἔχουν «βγάλει τό ὄνομα» πού ἔχουμε βγάλει ἐμεῖς. Δέν εἶναι ἀναξιοπρεπεῖς καί ἀνέντιμοι καί κουτοπόνηροι οἱ ἴδιοι, ἄρα, γιατί νά μᾶς φταῖνε πού εἴμαστε ἐμεῖς; Αὐτό πού ἔχουν κρατήσει ἐκεῖνοι σάν ἱστορική τους συνέχεια, εἶναι ἡ ἀγριότητα καί ἡ βαρβαρότητα τῆς φυλῆς τους, ἀλλά αὐτοί, τοὐλάχιστον –ἐν σχέσει μέ τήν ἀρχική τους βαρβαρότητα, ὅταν ξεπήδησαν ἀπ’ τά ἄγρια βάθη τῆς Ἀσίας– προσπάθησαν νά μάθουν ἀπ’ τόν πολιτισμό πού ἅρπαξαν ἀπό ἐμᾶς καί νά βελτιωθοῦν. Κι ἀκόμα προσπαθοῦν. Ἐμεῖς, τί κάνουμε; Ἐμεῖς, τί προγόνους εἴχαμε καί τί ἱστορική τροχειά διαγράψαμε καί σέ τί ἐξελιχθήκαμε;
Ἐμᾶς, ποιοί, ἄραγε, πρόγονοι, – ἄν μποροῦσαν νά ἐρωτηθοῦν– θά ἤθελαν νά μᾶς διεκδικήσουν σάν ἀπογόνους τους;
Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Φεβρουαρίουν 2012
Τεῦχος 116
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου