Ἄλλος ἕνας κύκλος ἔκλεισε. Ἄλλο ἕνα καλοκαῖρι πέρασε κι ὅλα ξαναρχίζουν ἀπό τήν ἀρχή γι’ ἄλλη μιά φορά. Ὅλα ἴδια, ἀλλά ὄχι ἀκριβῶς ἴδια.
Τά βράχια εἶναι ἴδια, ἀκίνητα στήν ἴδια θέση κι ἑτοιμάζονται γιά τίς τρικυμίες τοῦ χειμῶνα. Ἔχουν ὅμως χάσει τά χαλίκια πού τούς πῆρε ἡ θάλασσα καί δέν θά τά ξαναβροῦν.
Τό ἴδιο καί οἱ ἄνθρωποι, εἴμαστε ἴδιοι κι ἑτοιμαζόμαστε ὅπως πάντα γιά τό τί θά φέρει ὁ νέος κύκλος τοῦ χρόνου, ἀλλά τά κομματάκια τοῦ ἑαυτοῦ μας πού ἔμειναν πίσω δέν θά ξαναβρεθοῦν πιά, ἔστω καί ἄν τά ἔχουμε “αἰχμαλωτίσει” σέ φωτογραφίες.
Μέ κάποιο παρόμοιο τρόπο συντελοῦνται οἱ ἀλλαγές καί στόν κόσμο γύρω μας, ἀλλαγές πού τίς προκαλοῦμε ἐμεῖς, λίγο–λίγο, μέ τρόπο ἀνεπαίσθητο, ἔτσι ὥστε οὔτε κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δέν τίς συνειδητοποιοῦμε.
Μιά τέτοια ἀλλαγή παρατήρησα τό καλοκαῖρι πού μᾶς πέρασε, μιά ἀλλαγή πού ἔχει ξεκινήσει ἐδῶ καί πολύ καιρό –προφανῶς– ἀλλά πού, ἀκόμα, δέν ἔχει γίνει αἰσθητή ὅσο θά ἔπρεπε. Κι ἡ ἀλλαγή αὐτή εἶναι ἡ ἐρημιά τῆς ἐπαρχίας μας.
Καλά θά μοῦ πεῖτε, τό καλοκαῖρι εἶδες ἐσύ ἐρημιά στίς ἐπαρχίες; Τήν ἐποχή πού ἀδειάζουν οἱ πόλεις καί ζωντανεύουν οἱ ἐπαρχίες, ὅταν ὅλοι γυρίζουν στά ξεχασμένα σπίτια τους στά χωριά, κι ὅσοι δέν ἔχουν τέτοια σπίτια θυμοῦνται τούς ξεχασμένους συγγενεῖς τους πού ἔχουν, μέ ἀποτέλεσμα, γιά δύο μῆνες, τό ἀδιάκοπο πήγαιν’-ἔλα νά γεμίζει τά ταμεῖα τῶν διοδίων πού ὅσο πᾶνε καί πληθαίνουν σ’ ὁλόκληρο τό ὁδικό μας δίκτυο;
Πράγματι, δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι κάθε καλοκαῖρι τά πολλά παράλια χιλιόμετρα τῆς χώρας μας γεμίζουν ἀσφυκτικά ἀπό ἀνθρώπους καί φασαρία καί κίνηση. Ἀλλά ἡ Ἑλλάδα δέν εἶναι νησί. Ἡ Ἑλλάδα ἔχει –ἤ, τοὐλάχιστον, εἶχε– κάμπους, δάση, ποτάμια, λίμνες, βουνά, λίγο ἀπ’ ὅλα, μιά μαγευτική ποικιλία ἀπ’ ὅλες τίς ὀμορφιές πού ψάχνουμε νά βροῦμε σ’ ἄλλες χῶρες, κι ὅταν τίς βροῦμε, τίς θαυμάζουμε μέ ἀνοιχτό στόμα. Κι ὅμως, αὐτή ἡ χώρα πεθαίνει. Ὄχι γιατί γέρασε, ὄχι γιατί ἀρρώστησε, ὄχι γιατί δέν μπορεῖ νά ζήσει τούς ἀνθρώπους της. Αὐτή ἡ χώρα πεθαίνει γιατί δέν τήν ἀγαποῦν τά παιδιά της!
Ὁ ταξιδιώτης πού θά ἀποφύγει τίς ἀκροθαλασσιές καί θά ψάξει τό κρυμμένο πρόσωπο τῆς Ἑλλάδας θά “χορτάσει” ἐρημιά καί ἐγκατάλειψη. Ὁλόκληρα χωριά ἄδεια μέ μόνους κατοίκους τά τζιτζίκια τή μέρα καί τίς κουκουβάγιες τή νύχτα. Τά σπίτια καταρρέουν, μέ τίς πόρτες τους καί τά παράθυρά τους ἀμπαρωμένα γιά νά φυλάξουν τί; Τήν ἠχώ τῆς ζωῆς πού κάποτε ὑπῆρχε;
Κῆποι γεμᾶτοι τσουκνίδες κι ἀγριόχορτα, κίτρινα καί ξερά κι αὐτά κάτω ἀπ’ τόν ἀνελέητο λευκό ἥλιο καί τούς 40˚C. Χωράφια ἄνυδρα, παρατημένα, πού δέν ἔχουν καί δέν δίνουν πιά ζωή.
Εἶδα τήν κοίτη παραποτάμου ἑνός μεγάλου ποταμοῦ, ὄχι μακριά ἀπό τήν Θεσσαλονίκη, θαμμένη κάτω ἀπό χιλιάδες πλαστικά μπουκάλια νεροῦ! Οὔτε πού θά φανταζόμουν ὅτι μπορεῖ κανείς νά ἀντικρίσει τόσα πλαστικά μπουκάλια ἔξω ἀπό χωματερή σκουπιδιῶν! Γιά πόσα χρόνια πιά οἱ κάτοικοι αὐτῆς τῆς περιοχῆς πίνουν ἐμφιαλωμένο νερό καί πετοῦν ὁμαδικά τά μπουκάλια μέσα στόν ποταμό, γιά νά μαζευτοῦν τέτοιες τεράστιες ποσότητες; Καί ποῦ βρέθηκαν κάτοικοι, ἀφοῦ τό κοντινό χωριό ἦταν ἔρημο καί κλειδωμένο;
Εἶδα κάστρα νά ἀργοπεθαίνουν, ὄχι πολιορκημένα ἀπό ἐχθρούς, ἀλλά ξεχασμένα ἀπ’ τούς ἀνθρώπους. Κανείς δέ νοιάζεται πιά νά καθήσει στήν σκιά τους, νά τά ρωτήσει τί εἶδαν καί τί ξέρουν, νά ἀκούσει τίς ἱστορίες πού ἔχουν νά ποῦν.
Στήν εἴσοδο ἑνός τέτοιου ἔρημου κάστρου εἶδα τόν τάφο ἑνός παλιοῦ στρατιωτικοῦ, σπασμένο, μισάνοιχτο, μέ τά ὀστᾶ τοῦ ἀνθρώπου ἐκτεθειμένα στόν ἥλιο καί τή βροχή.
Ἀπ’ τό κάστρο τοῦ Πασσαβᾶ μόνο ἡ πινακίδα ἔμεινε. Οὔτε δρόμος οὔτε μονοπάτι δέν ὑπάρχει γιά ν’ ἀνέβεις τό λόφο κι οἱ θάμνοι κι οἱ ἀγριοβελανιδιές ἔχουν σχεδόν σκεπάσει ὅ,τι ἀπόμεινε ἀπό κείνη τή δύναμη πού φρουροῦσε τά στενά τῆς Μάνης.
Ἄν βρεῖς κάποιον ἄνθρωπο νά κάνεις ἐρωτήσεις μήπως καί βρεῖς τήν ἄκρη ὅλης αὐτῆς τῆς ἐγκατάλειψης, ὅσοι δέν σέ κοιτάξουν σάν νά ἔχεις πέσει ἀπό ἄλλο γαλαξία, θά ἀρχίσουν νά διηγοῦνται ἀτέλειωτες ἱστορίες γιά τό ποιός φταίει καί τό ποιός δέν κάνει καλά τή δουλειά του καί τό τί θά ἔπρεπε νά κάνουν ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐκτός ἀπό μᾶς... Τά παιδιά φταῖνε πού φεύγουν κι ἐγκαταλείπουν τόν τόπο τους, δέν φταίω ἐγώ πού δέν τά δίδαξα τί θά πεῖ νά ἀγαπᾶς τό χῶμα πού σέ γέννησε καί νά χαίρεσαι νά τό δουλεύεις.
Συμπέρασμα: “πάντες πταίωσιν, πλήν ἐμοῦ!”
Ἀκόμα καί στίς περιοχές πού κάθε καλοκαῖρι μαζεύουν παραθεριστές, οἱ περισσότερες δουλειές καί ἐπιχειρήσεις ἔχουν ἕνα προσωρινό, τυχοδιωκτικό χαρακτῆρα: σήμερα ὑπάρχουν, αὔριο ὄχι. Σπάνια νά βρεῖς ἀνθρώπους μέ ρίζες, μέ προοπτική, ἀποφασισμένους νά ζήσουν καί νά πεθάνουν στή γῆ τους καί νά ἀφήσουν τήν ἑπόμενη γενεά καί μετά τήν ἑπόμενη σέ μία ἀέναη ἀλληλουχία, παρόμοια μέ τήν ἀέναη ἀλληλουχία τῶν ἐποχῶν. Κι αὐτό δέν εἶναι κάτι παράξενο, κάτι πρωτάκουστο. Εἶναι ὁ τρόπος πού ζοῦσαν γενεές καί γενεές ἀνθρώπων. Μέχρι πού ἤρθαμε ἐμεῖς!
Ἐμεῖς πού φεύγουμε ἀπ’ τό χωριό μας γιά τήν πόλη καί φεύγουμε κι ἀπ’ τήν πόλη γιά ἄλλη χῶρα. Ἐμεῖς πού ἄν μπορούσαμε, θά φεύγαμε κι ἀπ’ τόν ἑαυτό μας. Γιατί εἴμαστε ἄνθρωποι χωρίς ρίζες, πού δέν ἀνήκουμε πουθενά καί σέ κανέναν! Γιατί, τό νά μείνεις νά ριζώσεις σ’ ἕνα τόπο καί νά τόν κάνεις νά ἀνθίσει, νά τοῦ δώσεις ζωή ἀπ’ τή ζωή σου, σημαίνει ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος μέ πάθος –ὄχι ἐμπάθεια– μέ δύναμη, μέ ἀφοσίωση.
Κι ἐμεῖς εἴμαστε ἄνθρωποι κρύοι, νεκροί, χωρίς ζωή. Γι’ αὐτό ἀπό ἕντεκα ἑκατομμύρια πού εἴμαστε πρίν λίγα χρόνια, μείναμε ἐννέα. Κι ὅλο λιγοστεύουμε. Γι’ αὐτό κι ἡ γῆ πού μᾶς γέννησε σβήνει ἀργά μαζί μας.
Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Αὐγούστου - Σεπτεμβρίου 2012
Τεῦχος 121
http://www.agnikolaos.gr/index.php
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου