Eἰλικρινά λυπήθηκα διαβάζοντας κάποιους σχολιασμούς τοῦ ἄρθρου μου «Τό νέο ἔτος θά εἶναι χρόνος ἡμερολογίου ἤ ἑορτολογίου;», πού δημοσιεύθηκε στό Ἐνοριακό μας Περιοδικό «Ἐνοριακή Εὐλογία» (τόν Ἰανουάριο 2014, τεῦχος 137).
Οἱ σχολιασμοί προέρχονται ἀπό πιστούς ἀνθρώπους πού ἀκολουθοῦν, ὅμως, τό Ἀρχαῖο (Ἰουλιανό) ἡμερολόγιο καί ὡς ἐκ τούτου ἡ εὐαισθησία τους σέ κάποιες λέξεις, τούς ἀφαίρεσε τήν ψυχραιμία νά ἀξιοποιήσουν τό περιεχόμενο καί κυρίως, τό μήνυμα καί τόν σκοπό τοῦ ἄρθρου μου.
Σκοπός τοῦ ἄρθρου δέν ἦταν νά ὑποτιμήση οὔτε νά προσβάλη τούς ἀνθρώπους τοῦ Ἀρχαίου Ἡμερολογίου (τό ἀποκαλῶ ἔτσι γιά μιά νέα ἀρχή, ἀφοῦ ὁ προσδιορισμός Παλαιοημερολογῖται ἔχει φορτισθεῖ ἀρνητικά). Κάθε ἄλλο: Ἡ πορεία κάθε ἀνθρώπου εἶναι σεβαστή καί Κριτής ὅλων μας ὁ Θεός «ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ». Ἀντιθέτως, μάλιστα, ἐτόνισα ὅτι πρόκειται περί «πιστῶν ἀνθρώπων». Ὡστόσο ἡ φράση μου «ἔκαμαν ἀπό τοῦ 1924 Σχῖσμα, στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος» ἦταν ἐκείνη πού πυροδότησε τήν ἀντίδραση καί ἀγανάκτησή τους.
Θεωρῶ, λοιπόν, ὅτι ἀπαιτοῦνται ἐκ μέρους μου μερικές ἐξηγήσεις, ὥστε ἀφ’ ἑνός μέν νά κατανοηθῆ τό πνεῦμα ἀλλά καί τό γράμμα τοῦ κειμένου μου καί, ἀφ’ ἑτέρου, νά τεθοῦν οἱ προϋποθέσεις γιά τή συνέχιση ἑνός γόνιμου διαλόγου μεταξύ μας, κάτι πού ἦταν ἀρχική ἐπιδίωξή μου, δεδομένου ὅτι τά τελευταῖα χρόνια ἔχω γνωρίσει κάποιους ἀξιόλογους ἀνθρώπους τοῦ Ἀρχαίου Ἡμερολογίου, οἱ ὁποῖοι θέλουν ἕνα γνήσιο θεολογικό διάλογο καί ὄχι ἁπλουστεύσεις καί ἄσχετους συσχετισμούς.