Εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια αναπαρίσταται στους ναούς μας η πορεία του Κυρίου μας προς τη Σταύρωση, όπως και κάθε λεπτομέρεια του Πάθους Του. Και μέσα σε όλες τις «λεπτομέρειες» ακούμε και αυτά τα λόγια Του, προς τις γυναίκες που στέκονταν στην άκρη του δρόμου και Τον παρακολουθούσαν να περνάει, οδεύοντας προς το λόφο του Γολγοθά. Τα ακούμε, αλλά, με τη χαρακτηριστική αφροσύνη που μας διακρίνει, τα προσπερνάμε, δεν τους δίνουμε και ιδιαίτερη σημασία. Όπως κάνουμε και με όλα τα «λόγια» που μας λέει έμπρακτα ο Θεός στη ζωή μας, με όλες τις προειδοποιήσεις Του που τις προσπερνάμε και δεν τους δίνουμε σημασία.
Δεν είναι παράξενο που ένας κατάδικος, ατιμασμένος, βασανισμένος, στο δρόμο για το θάνατο, δεν συγκινείται από τη συμπόνοια των ελάχιστων ανθρώπων που έχουν απομείνει πια με το μέρος του; Δεν θα ‘πρεπε να τις ευχαριστεί αυτές τις γυναίκες που τον θρηνούσαν; Δεν θα ‘πρεπε να θεωρηθούν σαν έπαρση αυτά τα λόγια: μην κλαίτε για μένα, αλλά να κλαίτε για σας και τα παιδιά σας! Ποιος από όσους ήσαν μπροστά ανησύχησε γι’ αυτά τα λόγια; Ποιος αναρωτήθηκε;
Βέβαια, αφού είναι καταγεγραμμένα, υπήρχαν οι λίγοι, οι άνθρωποι οι ξεχωριστοί, αυτοί που άκουγαν και καταλάβαιναν. Αλλά, από το τότε -και το τώρα- πλήθος, ποιος έδωσε σημασία; Ποιος φοβήθηκε; Οι Ιουδαίοι θριάμβευαν. Ο ενοχλητικός ταραχοποιός επιτέλους, εξοντώθηκε. Η φιλία τους με τον Καίσαρα εξασφαλίστηκε. Ο Βαραββάς ήταν ελεύθερος να κάνει Πάσχα στο σπίτι του. Όλα καλά κι όπως τα ήθελαν. Όλοι οι κίνδυνοι είχαν αντιμετωπιστεί. Άσε τον καταδικασμένο και ηττημένο εχθρό να απειλεί!
Αυτή δεν είναι και η δική μας στάση; Μας είναι βαρύς κι ενοχλητικός ο Θεός και Τον εξορίζουμε από τη ζωή μας και Τον εμπαίζουμε και Τον θανατώνουμε μέσα μας. Κι έρχεται η ώρα που θεωρούμε τον εαυτό μας νικητή, που θεωρούμε ότι, επιτέλους, απελευθερωθήκαμε απ’ Αυτόν, ότι κατασιγάσαμε τις ενοχές για τις οποίες υπεύθυνοι είναι οι «παπάδες» που θέλουν να μας κρατούν δέσμιους με το φόβο. Αλλά εμείς τα καταφέραμε. Επιτέλους, γλιτώσαμε! Και, στο τέλος, «πετάμε» και το αμίμητο: «τι Θεός είναι αυτός, τόσο άδικος και ανελέητος; Δεν υπάρχει Θεός!»
Και ξεχνάμε ότι η στιγμή του «θριάμβου» μας κρατάει τόσο λίγο, όσο κι η ζωή μας: μια στιγμή. Γιατί είμαστε άνθρωποι, άρα αιχμάλωτοι στο Χρόνο. Η «στιγμή» του Θεού, όμως, δεν έχει χρόνο, γιατί ο Θεός είναι άχρονος και δημιουργός του Χρόνου. Η ψευδαίσθηση των Ιουδαίων ότι νίκησαν το Θεό, κράτησε ελάχιστα.
Λιγώτερο από σαράντα χρόνια μετά απ’ αυτά τα λόγια του Χριστού, το μήνα Απρίλιο του 70 μ.Χ. εξήντα χιλιάδες Ρωμαίοι στρατιώτες πολιόρκησαν την Ιερουσαλήμ, πολιόρκησαν εκείνους τους ίδιους πιστούς υπηκόους, οι οποίοι είχαν διατρανώσει: «ουκ έχομεν βασιλέα, ει μη Καίσαρα!» Ο βασιλέας τους, λοιπόν, ο Καίσαρας, που τον διάλεξαν πάνω απ’ Αυτόν που τους είχε σώσει και τους είχε ελευθερώσει τόσες φορές και τους είχε ταΐσει Μάννα στην έρημο, αυτός τους πολιόρκησε. Για τέσσερεις μήνες.
Μέσα στην Ιερουσαλήμ υπήρχαν 600.000 άνθρωποι κατά τον ιστορικό Τάκιτο, ή πάνω από ένα εκατομμύριο, κατά τον ιστορικό Ιώσηππο. Όταν έπεσε η πόλη δεν έζησε κανείς! Η Ιερουσαλήμ ισοπεδώθηκε και ο Ναός κατεδαφίστηκε και κάηκε μαζί με όλους όσοι είχαν καταφύγει σ’ αυτόν. Στον τόπο που σταύρωσαν τον Ένα, ο Ρωμαίος πολιορκητής, ο Τίτος, σταύρωσε εκατό χιλιάδες. Σταύρωνε από πεντακόσιους κάθε μέρα και άφηνε τα πτώματα εκεί, να σαπίζουν κάτω απ’ τον ήλιο, μέσα στην αφόρητη βρώμα, μέχρι που, πια, δεν υπήρχαν άλλα δέντρα, ούτε καν στο Όρος των Ελαιών, για να κοπούν και να γίνουν άλλοι σταυροί. Αλλά δεν υπήρχε πια και άλλος χώρος να στηθούν σταυροί, οπότε τα πτώματα στοιβάζονταν μέσα και έξω απ’ τα τείχη. Μέσα γιατί οι άνθρωποι πέθαιναν απ’ την πείνα, έξω γιατί τους σκότωναν οι Ρωμαίοι. Τα μόνα ευτυχισμένα και χορτάτα πλάσματα ήταν τα όρνια και τα τσακάλια!
Κανείς δεν δραπέτευσε από την πόλη, γιατί όλους τους έπιαναν οι Ρωμαίοι. Επειδή, μάλιστα, μαθεύτηκε ότι κάποιοι κατάπιναν τα χρυσαφικά τους για να τα πάρουν μ’ αυτόν τον τρόπο μαζί τους, οι Ρωμαίοι άνοιγαν τις κοιλιές όσων φυγάδων συνελάμβαναν και έψαχναν τα εντόσθιά τους, ενώ αυτοί ήσαν ακόμα ζωντανοί!
Θα περίμενε κανείς, αυτή η ολοφάνερη επαλήθευση των λόγων του Χριστού να συγκλονίζει όλους τους ανθρώπους, πιστούς και μη. Όμως, η ίδια τύφλωση που κρατούσε κλειστά τα μάτια των τότε ανθρώπων, εξακολουθεί να τα κρατάει και τώρα.
Κυκλοφορήθηκε τον προηγούμενο μήνα το βιβλίο ενός Εβραϊκής καταγωγής Άγγλου, με τίτλο Jerusalem: a biography, μέσα στο οποίο περιγράφεται η καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του ναού της. Και απορεί ο συγγραφέας, γιατί, μετά την καταστροφή της πόλης και του ναού από τους Βαβυλωνίους, ξαναχτίστηκαν όλα μέσα σε πενήντα μόλις χρόνια, ενώ, μετά την καταστροφή από τους Ρωμαίους, ο ναός δεν ξαναχτίστηκε ποτέ και οι Ιουδαίοι έκαναν δύο χιλιάδες χρόνια να ξαναγυρίσουν σαν κτήτορες της πόλης τους!
Η Ιερουσαλήμ, γράφει, είναι η πόλη που γέννησε τρεις μεγάλες θρησκείες. Τον Ιουδαϊσμό, τον Χριστιανισμό και τον Μωαμεθανισμό. Ο Χριστιανισμός δεν ήταν παρά μια σέκτα του Ιουδαϊσμού και θα έμενε έτσι, αν δεν προλάβαιναν οι λιγοστοί οπαδοί του να το σκάσουν από την πόλη προτού ξεκινήσει η πολιορκία της. Επειδή όμως πρόλαβαν, γι’ αυτό διαδόθηκε σ’ όλο τον κόσμο. Κι επειδή επίσης πρόλαβαν και έφυγαν, γι’ αυτό έγραψαν μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ και την καταστροφή της τα ευαγγέλια και τις δήθεν «προφητείες» του Χριστού.
Επομένως, δεν είναι το Αίμα του Χριστού που δεν ξεπλένεται από την εβραϊκή ιστορία, σύμφωνα με την αποδοχή της ενοχής τους –«το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα ημών»- αλλά είναι τι; Ο συγγραφέας βρίσκεται στο ψάξιμο, δεν έχει αποφασίσει ακόμη!...
Είναι καιρός, λοιπόν, εμείς που γεμίζουμε τους ναούς αυτές τις μέρες και χύνουμε πλούσια σε συναίσθημα δάκρυα μπροστά στον Σταυρό του Χριστού, να θυμόμαστε τα λόγια Του και να κλαίμε για τον εαυτό μας και για τα παιδιά μας και για τη σκληροκαρδία μας και την αμετανοησία μας. Μήπως γίνουν αυτά μας τα δάκρυα το νερό που θα μετατρέψει την «πέτρινη καρδία» μας σε «σαρκίνη».
Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Απριλίου2011
Τεύχος 106
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου