Κάθε χρόνο, αὐτόν τόν µῆνα, γιορτάζουµε τήν ἐθνική µας
περηφάνεια. Τίποτα τό πρωτότυπο, θά µοῦ πεῖτε. Κι ὅµως, τό πρωτότυπο σέ µᾶς
εἶναι τό ὅτι, ἐνῶ ὅλοι οἱ λαοί περηφανεύονται γιά τίς νῖκες τους, ἐµεῖς περηφανευόµαστε
γιά τίς ἦττες µας. Γιατί ἕνας λαός - ὅπως καί ἕνας µεµονωµένος ἄνθρωπος –
χαρακτηρίζεται περισσότερο ἀπό τό πῶς καί πότε νικιέται, παρά ἀπό τό πῶς καί
πότε νικάει.
Τό νά καυχιέσαι γιά τή νίκη σου, εἶναι εὔκολο. Τό κάνουν
ὅλοι. Τό νά µετατρέπεις τήν ἥττα σέ νίκη, εἶναι δύσκολο. Αὐτό εἶναι προνόµιο
τῶν ἐλαχίστων. Κι αὐτό εἶναι ἕνα προνόµιο πού τό ἔχει ὁ Ἑλληνικός λαός. Γι’
αὐτό καί µπορεῖ νά ἀνακηρύσσει τίς ἦττες του σέ ἐθνικές γιορτές.
Δέν νοµίζω ὅτι χρειάζεται νά σᾶς θυµίσω τή «νίκη» τοῦ
Λεωνίδα στίς Θερµοπῦλες. Οὔτε τόν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο πού πέρασε στήν
ἀθανασία µέ τό σπαθί στό χέρι, στήν Πύλη τοῦ Ἁγ. Ρωµανοῦ. Οὔτε τόν Παπαφλέσσα
πού, προδοµένος στό Μανιάκι, κέρδισε τό σεβασµό τοῦ πιό ἀνήµερου θηρίου πού
παρουσιάστηκε στήν ἱστορία τοῦ τόπου µας, τοῦ Ἰµπραήµ καί τιµήθηκε ἀπό αὐτόν -
τόν ἐχθρό – στήν ἥττα του, περισσότερο ἀπ’ ὅσο εἶχε τιµηθεῖ ἀπό τούς φίλους
στίς νῖκες του!
Εἶναι περιττό νά ἀπαριθµήσουµε ἕνα-ἕνα τά ἱστορικά
γεγονότα τῆς ἐθνικῆς µας περηφάνειας γιατί τά ἔχουµε ἀκούσει τόσες φορές, ὥστε
βαρεθήκαµε πιά νά τά ἀκοῦµε. Ἔτσι, κλείσαµε τά αὐτιά µας, κι ἐνῶ ἀκοῦµε,
ἀρνιόµαστε νά ἀκούσουµε. Καί κλείσαµε καί τά µάτια µας, κι ἐνῶ βλέπουµε,
ἀρνιόµαστε νά δοῦµε. Γι’ αὐτό καί οἱ γιορτές µας εἶναι ἀνώφελες κι ἀνιαρές κι
ἀρχίζουµε νά θέλουµε νά τίς καταργήσουµε.
Γι’ αὐτό καί ἡ ἐθνική µας περηφάνεια διασύρεται στόν
παγκόσµιο τύπο καί στίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων, κι ἐµεῖς µένουµε ἀπαθεῖς νά
ἀνεχόµαστε νά ἀγανακτοῦν µαζί µας οἱ «φίλοι» καί «σύµµαχοί» µας καί νά λένε ὅτι
δέν θά δουλεύουν αὐτοί γιά νά πληρώσουν τά δικά µας χρέη. Κι ἐµεῖς σκύβουµε τό
κεφάλι ἀκούγοντάς τα αὐτά καί παρακαλοῦµε. Καί ἀντί γιά τό ΟΧΙ τῶν Πατέρων µας,
ἐµεῖς ψελλίζουµε: Yes, sir περιµένοντας τή σωτηρία µας, ὄχι ἀπό τήν Ὑπέρµαχο
Στρατηγό, στήν Ὁποία εἶχαν ἀναθέσει τήν ἡγεσία τους καί ἀπό τήν Ὁποία ἀντλοῦσαν
τήν ἐλπίδα τους καί τήν περηφάνεια τους οἱ Πατέρες µας, ἀλλά ἀπό τήν κ. Μέρκελ,
πού τήν ἀντικατέστησε!!!...
Ἐµεῖς στηρίζουµε τίς ἐλπίδες µας σ’ αὐτούς τούς ἴδιους
τούς κατακτητές µας, τούς σφαγεῖς τοῦ λαοῦ µας, ἀντί νά προσβλέπουµε στήν
Παναγία µας πού στάθηκε –καί στέκεται– ἀνεξίκακη φρουρός καί στρατηγός µας.
Μά, θά µοῦ πεῖτε, οἱ πρώην ἐχθροί εἶναι τώρα φίλοι µας!
Βεβαίως εἶναι φίλοι µας. Εἶναι τόσο φίλοι µας, ὅσο καί τότε πού ὁ Λιουτπρᾶνδος
ἐπίσκοπος τῆς Κρεµόνα, πῆγε ἀπεσταλµένος φιλικά ἀπό τόν Ὄττο, τόν πρῶτο Γερµανό
αὐτοκράτορα στήν Αὐλή τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, πρίν ἀπό τό σχῖσµα τῶν Ἐκκλησιῶν,
ὅταν ἦταν ἀκόµα πολύ φίλοι µας. Καί εἶδε στήν Κωνσταντινούπολη τόσα πλούτη καί
τόση ὀµορφιά, ὅσα δέν εἶχε φανταστεῖ οὔτε στόν ὕπνο του ὅτι ὑπάρχουν. Πῆγε γιά
νά προξενέψει ἕνα γάµο ἀνάµεσα στόν βασιλιά του καί µιά Ρωµαία πριγκίπισσα,
ἀλλά ὁ φθόνος καί ἡ µειονεξία πού ἔνοιωσε µπροστά στόν ἀνώτερο τρόπο ζωῆς πού
γνώρισε δηλητηριάζει ἀκόµα καί σήµερα τό µελάνι τῶν κειµένων τῶν ἀναφορῶν πού
ἔστειλε στόν ἄρχοντά του. Καί δηλητηριάζει µέχρι σήµερα τίς καρδιές τῶν «φίλων»
καί «συµµάχων» µας.
Μέ τέτοιους φίλους, ποιός τούς θέλει τούς ἐχθρούς, λέει ὁ
λαός µας. Ἀλλά ἐµεῖς ἐξακολουθοῦµε νά περιµένουµε τή σωτηρία µας ἀπ’ αὐτούς,
ὅπως τήν περιµέναµε τότε πού οἱ ὀρδές τοῦ Μωάµεθ κύκλωναν τήν Πόλη µας καί τόν
αὐτοκράτορά µας. Ὅσο µᾶς ἔσωσαν τότε, θά µᾶς σώσουν καί τώρα. Θά µᾶς σώσουν αὐτοί
πού πῆραν τό δικό µας ὄνοµα τῆς Ἁγίας Ἀνατολικῆς Ρωµαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί µᾶς
ἔδωσαν τό ὄνοµα Γραικία (Greece), Βυζάντιο, Ἑλλαδίτσα. Γιά νά µᾶς τιµήσουν τό ἔκαναν,
ἀπό τήν πολλή τους φιλία!...
Καί γιά νά µή νοµίσετε ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι δικά µου, νά
σᾶς µεταφέρω τά λόγια ἑνός «δικοῦ τους».
«Εἶναι ἀποδεδειγµένο ὅτι σέ κάθε περίοδο τῆς ἐξέλιξής
του, ὁ δυτικοευρωπαϊκός πολιτισµός προσπάθησε νά ἀπελευθερώσει τόν ἑαυτό του
ἀπό τούς Ἕλληνες. Ἡ προσπάθεια αὐτή εἶναι διαποτισµένη µέ βαθύτατη δυσαρέσκεια
διότι ὁ,τιδήποτε κι ἄν δηµιουργοῦσαν, φαινοµενικά πρωτότυπο καί ἄξιο θαυµασµοῦ,
ἔχανε χρῶµα καί ζωή στή σύγκρισή του µέ τό ἑλληνικό µοντέλο, συρρικνωνόταν,
κατέληγε νά µοιάζει µέ φθηνό ἀντίγραφο, µέ καρικατούρα.
Ἔτσι, ξανά καί ξανά µιά ὀργή ποτισµένη µέ µῖσος ξεσπάει
ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ µικροῦ καί ἀλαζονικοῦ ἔθνους, πού εἶχε
τό νεῦρο νά ὀνοµάσει βαρβαρικό ὅ,τι δέν δηµιουργήθηκε στό ἔδαφός του».
Τά λόγια αὐτά ἀνήκουν στόν µεγάλο Γερµανό φιλόσοφο...
Φρειδερίκο Νίτσε!
Νινέττα
Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ὀκτωβρίου 2011
Τεύχος 112
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου