Διαβάζουμε γιά περασμένες ἐποχές καί ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα καί ἀποροῦμε πῶς ἦταν δυνατόν οἱ ἄνθρωποι νά ἀφήνονταν ἔτσι χωρίς ἀντίσταση νά παραδοθοῦν στήν καταπίεση μιᾶς ἐπιβολῆς τοῦ τρόπου πού ἔπρεπε νά σκέφτονται καί νά ὑπάρχουν.
Διαβάζουμε τήν ἱστορία τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, γιά παράδειγμα, καί ἀποροῦμε πῶς ἕνας λαός ἀφέθηκε νά πάρει στά σοβαρά καί νά ἀκολουθήσει ὑπάκουα ἕνα παράφρονα. Οἱ ἱστορικοί τῆς περιόδου, ἐκ τῶν ὑστέρων, ξέρουν νά ζητοῦν τό λόγο γιατί ὁ τάδε πρέσβυς τῆς τάδε μεγάλης δυνάμεως εἶχε φιλικές καί ἐγκάρδιες σχέσεις μέ τόν Χίτλερ καί γιατί ὁ δείνα γαλαζοαίματος ἔκανε διακοπές μαζί του στόν ἐξοχικό πύργο του. Τώρα, ἀπό τή θέση τοῦ νικητῆ ἀντιπάλου, σπεύδουν νά καταδικάσουν τήν κοσμοθεωρία τοῦ ἡττημένου, ξεχνῶντας ὅτι, τότε, ἡ ἐπιβολή τοῦ «πολιτικά ὀρθοῦ» –πού τώρα θεωρεῖται «πολιτικά λάθος»– δέν ἔγινε ἀπ’ τή μιά μέρα στήν ἄλλη, ἀλλά ξεκίνησε σάν μόδα, λίγο- λίγο, βῆμα-βῆμα, μέ τό πρόσχημα τοῦ καλοῦ καί τῆς προόδου. Ἡ μία δικαιολογία διαδεχόταν τήν ἄλλη, τό ἕνα «δῆθεν» ἀκολουθοῦσε τό ἄλλο, μέχρι πού ἡ Εὐρώπη αἱματοκυλίστηκε, συμπαρασύροντας μαζί της καί τόν ὑπόλοιπο κόσμο.