Για να μην σας πούν πως αυτά δεν έγιναν ποτέ
Ήταν τέτοια μέρα... όταν ο πατέρας μου βρέθηκε, Έφεδρος Αξιωματικός στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Το κρύο και οι κακουχίες έκαναν αμέσως την εμφάνισή τους, μα η καρδιά των παλληκαριών χτυπούσε πολύ δυνατά, γεμάτη ενθουσιασμό και δεν "χαμπάριαζε" μήτε από κρύο, μήτε από φόβο.
Είχε την τιμή να είναι στο σύνταγμα εκείνο που πάτησε τις πρώτες πόλεις και γεύτηκε την άγρια χαρά της νίκης... Κλεισούρα, Τεπελένι, Κορυτσά... τραυματίστηκε, όταν μια σφαίρα σφηνώθηκε στη γάμπα του και τον έριξε κάτω. Όμως εκείνος σηκώθηκε και κουτσαίνοντας συνέχισε, όσο άντεχε. Αυτός ο συμβολισμός χαράχτηκε βαθιά μέσα στην ψυχή μου : κάθε φορά που στη ζωή "λαβώνομαι" σηκώνομαι και συνεχίζω... Εκείνη η σφαίρα έμεινε για πάντα σφηνωμένη στη γάμπα του πατέρα. Κι εκείνος, ζητούσε να την ψηλαφίσω "βάλε εδώ το χέρι σου" έλεγε, "ψηλάφισε τη σφαίρα για να έχεις μαρτυρία. Γιατί κάποια στιγμή θ' αμφισβητήσουν όλ' αυτά που έγιναν, ή θα προσπαθήσουν να σας κάνουν να τα ξεχάσετε... σα να μην έγιναν ποτέ. Κι έτσι σιγά - σιγά η Ιστορία μας θα χαλκευτεί και θα προσπαθήσουν να σας κάνουν να ξεχάσετε από πού κατάγεστε. Έτσι, τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα. Θα μπορούν να σας κάνουν ό,τι θέλουν" Σαν να το ΄ξερε αυτό που θα γινόταν σήμερα !
Μετά τις νίκες, εισέβαλαν οι Γερμανοί από τα Ελληνο-Βουλγαρικά σύνορα.. και το μέτωπο κατέρρευσε...
Είπαν στους στρατιώτες να φύγουν, όπως μπορούσε ο καθένας και να προσπαθήσουν να φτάσουν μέχρι Θεσσαλονίκη. Έδωσαν ραντεβού στο Λιμένα Θεσσαλονίκης σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία ώστε, όσοι επιζήσουν, να οργανώσουν τις επόμενες κινήσεις τους.
Ο πατέρας περιπλανήθηκε μέρες και μέρες κι εξαντλημένος έφτασε σ' ένα μαντρί. Όταν συνήλθε λίγο, έβγαλε τη στολή του Αξιωματικού και φόρεσε τα ρούχα που του έδωσε ένας τσοπάνος. "η ώρα που έβγαζα τη στολή" μου έλεγε "ήταν πολύ δύσκολη για μένα. Ντρεπόμουν. Καλύτερα να είχα σκοτωθεί..."
Παίρνοντας μαζί του λίγο ψωμί και τυρί που του έδωσε η γυναίκα του τσοπάνη, ξανάφυγε και βουνοκορφή - βουνοκορφή, στάνη - στάνη, ξεφεύγοντας κατάφερε να φτάσει με τα πόδια από τα βουνά της Αλβανίας.....στη Θεσσαλονίκη.
Η μάνα του, ήταν ανάμεσα στις γυναίκες τις Ηπειρώτισσες που κουβαλούσαν στην πλάτη πολεμοφόδια και ρούχα για τους στρατιώτες, στα βουνά της Ηπείρου. Μια αδύνατη, σκληροτράχηλη γυναίκα, η Καλυψώ, που μεγάλωσε μόνη 6 παιδιά κι έθαψε άλλα 4, κουβαλούσε και κουβαλούσε τα βάρη, με τα πόδια της να βουλιάζουν μέσα στα χιόνια ως το γόνατο, όταν έλαβε ένα έγγραφο από το Γενικό Επιτελείο Στρατού ότι ο γιός της "φέρεται αγνοούμενος, μετά την κατάρρευση του Μετώπου".
Τα σωθικά της πέτρωσαν, κι έκανε την κηδεία κι όλα τα πρεπούμενα μνημόσυνα στο παιδί της, θεωρώντας το νεκρό. Έστελνε μάλιστα και τις κόρες της ν΄ανάβουν το καντηλάκι του Αγίου Μηνά, προστάτη της οικογένειας, παρακαλώντας για το γιό της... αν είναι νεκρός, ν' αναπαυθεί η ψυχή του (γιατί μπορεί να ήταν κι άταφος)... αν όμως ήταν ζωντανός, να τον φυλάει ο Άγιός του.
Ο πατέρας μου, όμως ήταν ζωντανός, μόνος, βάδιζε μέρες και νύχτες με φόβο ψυχής, ξαπλώνοντας όπου έβρισκε, με προσκέφαλο τις πέτρες και σκέπασμα την κάπα του τσοπάνη. "Δεν έχεις ιδέα" μου έλεγε, "πόσο ζεστό είναι αυτό το ρούχο ! Μια νύχτα κούρνιασα κάτω από κάτι δέντρα γιατί έβρεχε ασταμάτητα και δεν μπορούσα να προχωρήσω. Κι ενώ η κάπα βρεχόταν, εγώ από κάτω έμεινα σχεδόν στεγνός !"
Μετά από μακρά κι εξαντλητική πορεία, συνάντησε τον Συνταγματάρχη και τους μισούς από τους συντρόφους του στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κι εκεί, δακρυσμένος, πήρε στα χέρια την πλαστή του ταυτότητα "Πάντος Δέρβος - έμπορος λαδιού". Για λίγο καιρό οργανώθηκαν στην αντίσταση, μα όταν η κατάσταση έσφιξε πολύ, κανόνισαν και με μια βάρκα έφυγαν για τη Χίο. Εκεί, πάλι σκόρπισαν κι έδωσαν ραντεβού σε 15 μέρες, στο Λιμάνι και πάλι. Πού να πάει ... τι να φάει... πού να κοιμηθεί... Είχε μόνο ένα χαρτάκι με οδηγίες, αλλά η συμφωνία ήταν όταν δούν Γερμανούς, να καταπιούν το χαρτί, αφού έχουν απομνημονεύσει πρώτα το περιεχόμενό του. Στην πρώτη Γερμανική περίπολο που αντίκρυσε... κατάπιε το χαρτάκι... Κατάφερε όμως και ξαναβρήκε τους δικούς του.
Ο Συνταγματάρχης ναύλωσε βάρκα και μετά από ένα μήνα τους έβαλε όλους μέσα, 12 άνδρες όλους κι όλους, τους σκέπασε μ' ένα μουσαμά και ... ο βαρκάρης τους έβγαλε στον Τσεσμέ της Τουρκίας, απέναντι.
Κάποιος, όμως, είχε προδώσει... τους συνέλαβαν τους μάντρωσαν σ΄ένα υπόγειο και τους έσπασαν στο ξύλο. Οι μισοί πέθαναν. Ο πατέρας, με τους υπόλοιπους, κατάφερε και το 'σκασε, γύρισαν κωπηλατώντας στη Χίο και μετά από λίγο καιρό, ξαναπέρασαν στην Τουρκία. Με τα πόδια έφτασαν σε συμφωνημένο σημείο, πήδησαν στη σκευοφόρο ενός τραίνου και χωρίς ανάσα, κρυμμένοι κάτω από μπάλες με σανό, κατόρθωσαν να φτάσουν στη Συρία. Μετά, πέρασαν Ιορδανία και κατέληξαν στο Κάϊρο. Εκεί συνάντησαν το υπόλοιπο στράτευμα που είχε καταλύσει στην Έρημο με τις συμμαχικές δυνάμεις κι εντάχθηκαν σ΄αυτό.
Κι ήρθε η μεγάλη μάχη του Ελ Αλαμέιν. Ο Πατέρας δεν είχε ακόμα συνειδητοποιήσει ότι η ονομασία "Ελ Αλαμέιν" σήμαινε "ο τόπος του Αγίου Μηνά", δεν γνώριζε τότε ότι ο άγιος Μηνάς ήταν Αιγύπτιος κι ο ναός του ήταν στο Κάϊρο. Ούτε και συνειδητοποίησε ότι κάθε φορά που βρισκόταν σε μεγάλο κίνδυνο... κάτι τον έσωζε από βέβαιο θάνατο ! κι ούτε ήξερε βέβαια ότι η μάνα του παρακαλούσε τον Άγιο Μηνά για κείνον.
Τη νύχτα πριν από τη μεγάλη μάχη επικράτησε πανδαιμόνιο στο στρατόπεδο των Γερμανών, καθώς ένας άγνωστος και περίεργος καβαλάρης εμφανίστηκε οδηγώντας ένα καραβάνι με καμήλες ακριβώς μέσα στο κέντρο του Στρατοπέδου. Έγινε τέτοιος πανικός, που ο Γερμανός Αρχιστράτηγος κοπίασε πολύ να συγκροτήσει ξανά το στράτευμα.
Ο πατέρας μου ήταν από κείνους που είδαν τον πανικό, την άμμο και τη σκόνη που σηκωνόταν προς τον ουρανό, χωρίς φυσικά να ξέρει τι συνέβαινε. Αυτό το περιστατικό, όμως, ήταν καθοριστικό για την έκβαση της μάχης.
Ο Γερμανός Στρατηγός περιέγραψε ακριβώς τη μορφή του περίεργου καβαλάρη με τα παράξενα ρούχα κι όταν του έδειξαν εικόνισμα του Αγίου Μηνά, έντρομος αναγνώρισε τον επι κεφαλής του καραβανιού ! από τότε βαπτίστηκε Ορθόδοξος και μέχρι το τέλος της ζωής του ερχόταν στο Κάϊρο και προσκυνούσε στο Ναό.
Όταν επέστρεψαν στην Ελλάδα, ο πατέρας έψαξε και βρήκε τους δικούς του, πού είχαν πιά έρθει στην Αθήνα. Η μάνα του, έχασε τις αισθήσεις της όταν τον είδε μπροστά της κι όταν πιά μίλησαν αποκαλύφθηκε κι η συγκλονιστική ιστορία του Αγίου Μηνά και συνειδητοποίησαν πως κάθε φορά που η γιαγιά έκανε μνημόσυνο στο παιδί της, εκείνο γλύτωνε από έναν μεγάλο κίνδυνο...
Πολλά χρόνια πέρασαν.. όταν γεννήθηκα , ο πατέρας ήταν ήδη 52 ετών. Κάθε φορά που παραπονιόμουν "πεινάω" ή "διψάω" ... εκείνος χαμογελούσε, με κοιτούσε με τα μεγάλα του μάτια κι έλεγε: δεν πειράζει, πρέπει να μάθεις ν΄αντέχεις. Στη ζωή θα σε βρούν πολλά. Πρέπει ν΄αντέξεις στον πόνο, την πείνα, στο κρύο, στη ζέστη... και να θυμάσαι : κάθε φορά που θα πέφτεις, εσύ να ξανασηκώνεσαι και να προχωράς".
Στη μνήμη του Πατέρα μου λοιπόν, που μοιράστηκε κι αυτός τη σταφίδα του..., που έπαθε κρυοπαγήματα στα δάχτυλά του και δεν τα ένοιωθε μέχρι που πέθανε..., που είχε τη σφαίρα σφηνωμένη στη γάμπα του και μ' έβαζε να την ψηλαφώ μερικές φορές "για να μην ξεχνάς" έλεγε, "για να μη σου πούν κάποτε πως εκεί πάνω στο μέτωπο δεν έγινε και τίποτε σπουδαίο" (σα να το 'ξερε)
Με αισθήματα βαθιάς ευγνωμοσύνης προς όλους εκείνους που έχυσαν το αίμα τους, για να κρατήσουμε τα Χώματά μας.
(Η εικόνα αυτή του Αγίου Μηνά να διαλύει τις Γερμανικές Γραμμές στο Ελ Αλαμέϊν βρίσκεται στο Άγιο Όρος)
Καλυψώ - Μηναΐς Δέρβου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου