Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Τρείς συμβουλές που αξίζουν χρυσάφι και σώζουν ζωές

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Λοιπόν, απόψε θα σας διηγηθώ μια ιστορία.

Μια ιστορία, που αγαπώ πολύ. Την διηγόμουν στην κόρη μου, όταν ήταν μικρή .... αλλά και λίγο μεγαλύτερη.
Είναι όμως μια ιστορία για μικρά και μεγάλα παιδιά κι έχει να μας πεί πολλά.

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε σ' ένα χωριό ο Γιάννης με τη γυναίκα του και το γιό του, μικρό αγοράκι ακόμα.

Επειδή όμως ήταν σε μεγάλη ένδεια, και πολλές φορές, στερούνταν και τα απαραίτητα, ο Γιάννης πήρε τη μεγάλη απόφαση να φύγει και να πάει στην μεγάλη πόλη για να δουλέψει σε έναν πλούσιο άρχοντα, ελπίζοντας να κερδίσει κάποια χρήματα για να στείλει στην οικογένειά του.
Πράγματι, πήγε. Μα ο πλούσιος κι άκαρδος άρχοντας κρατούσε το Γιάννη εκεί, να δουλεύει σκληρά, πολύ σκληρά, χωρίς όμως να τον πληρώνει. Ο Γιάννης προσπαθούσε με πολύ κόπο να εξοικονομεί κανένα φιλοδώρημα για να στέλνει στη γυναίκα του...



Έτσι, πέρασαν δέκα ολόκληρα χρόνια. Ο Γιάννης, μην αντέχοντας άλλο, μάζεψε όσο θάρρος του είχε απομείνει και μίλησε στον Άρχοντα για την πρόθεσή του να φύγει. Του ζήτησε και τους μισθούς που του χρωστούσε.

- Χχχμμμμμμ, είπε ο Άρχοντας, ξύνοντας τη γενειάδα του .... δέκα χρόνια είναι πολλά λεφτά... δεν μπορώ να σου τα δώσω. Θα σου δώσω δέκα λίρες.... μα όχι - όχι, είναι πολλές.
Θα σου δώσω πέντε λίρες.... μα και πάλι είναι πολλές.
Όχι - όχι... θα σου δώσω τρείς ! Ναι ! Τρείς λίρες !
τις έβαλε στο χέρι του Γιάννη και τον έβγαλε από το σπίτι....

Πικραμένος και θυμωμένος ο Γιάννης, πήρε τη στράτα που θα τον οδηγούσε στο χωριό του, και βασανιζόταν με τη σκέψη πώς θα παρουσιαζόταν στη γυναίκα του και το γιό του και πώς θα τους εξηγούσε για ποιό λόγο δεν μπορούσε να τους βοηθήσει....

περπατούσε σκυφτός κι απορροφημένος... όταν αντίκρυσε καθισμένο στην άκρη του δρόμου έναν γέρο-ζητιάνο.
Η πονετική καρδιά του Γιάννη τον σπλαχνίστηκε και τον κοίταξε στα μάτια, ευχόμενος να είχε κάτι να του δώσει.
Και τότε ο γέρος μίλησε στο Γιάννη.
- Αν μου δώσεις 1 λίρα, θα σου δώσω μια πολύτιμη συμβουλή.
Κοίταξε ο Γιάννης το χέρι του, που ακόμα κρατούσε τις 3 λίρες και σκέφτηκε "και με τις 3 φτωχός... και με τις 2 φτωχός" και την έδωσε.
- ΜΗΝ ΡΩΤΑΣ ΠΟΤΕ ΓΙΑ Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΣΕ ΜΕΛΛΕΙ
Κι αν μου δώσεις άλλη μια λίρα, θα σου δώσω μια άλλη συμβουλή, πιο πολύτιμη από την πρωτη.
"Και με τις 2 φτωχός... και με τη 1 φτωχός" σκέφτηκε ξανά ο Γιάννης. Και του έδωσε και τη δεύτερη λίρα.

- ΜΗΝ ΞΕΣΤΡΑΤΙΖΕΙΣ ΠΟΤΕ ΑΠΟ ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΔΙΑΛΕΞΕΣ ΝΑ ΒΑΔΙΖΕΙΣ

κι αν μου δώσεις άλλη μια λίρα, θα σου δώσω την πιο πολύτιμη συμβουλή.
"και με τη μία φτωχός και με καμμιά... το ίδιο, μπορεί ο γέρος να τις έχει μεγαλύτερη ανάγκη από μένα. έτσι κι αλλίως η φαμίλια μου δε σώζεται με μία λίρα" κι έδωσε την τελευταία του λίρα....
- ΤΟΝ ΑΠΟΨΙΝΟ ΘΥΜΟ ΚΡΑΤΑ ΤΟΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΥΡΝΟ (το πρωΐ)

Κι ο Γιάννης ξεκίνησε πάλι για το χωριό του....

θα είχε κάνει δυό ώρες δρόμο... όταν αντίκρυσε ένα πολύ παράξενο θέαμα : ένας μαύρος γίγαντας κολλούσε φλουριά στα φύλλα ενός δέντρου. Τα φύλλα, χρύσιζαν στον ήλιο, όπως τα κουνούσε ο άνεμος. Τα μάτια του Γιάννη έλαμψαν κι ετοιμάστηκε να ρωτήσει τι γινόταν εκεί..... όταν θυμήθηκε την πρώτη συμβουλή "μη ρωτάς ποτέ για ό,τι δε σε μέλλει"
Έτσι προσπέρασε λέγοντας απλώς "καλημέρα" στο γίγαντα.

Ο γίγαντας, φώναξε αμέσως το Γιάννη και του είπε ότι ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που προσπέρασε χωρίς να ρωτήσει. όλοι οι άλλοι ενοχλούσαν διαρκώς το γίγαντα με τις ερωτήσεις τους, άλλοι παρακαλούσαν να πάρουν λίρες και μάλιστα μερικοί προσπάθησαν να κλέψουν λίρες από τα φύλλα κι εκείνος τότε τους είχε χτυπήσει !

Έβγαλε λοιπόν ο γίγαντας ένα μεγάλο τσουβάλι, το γέμισε ως απάνω λίρες και το έδωσε στο Γιάννη επιβραβεύοντας την αξιοπρέπειά του.

Χαρούμενος και ξαφνιασμένος ο Γιάννης, συνέχιζε κι άλλο στο δρόμο του, όταν συνάντησε 3 φίλους του, που δούλευαν σε άλλα σπίτια στην πόλη και αφού πληρώθηκαν, γύριζαν στο χωριό. Μέσα στον ενθουσιασμό τους προσκάλεσαν το Γιάννη να πάνε σε ένα καπηλιό εκεί κοντά για να τα πιούν για την επιστροφή τους.

Στην αρχή ο Γιάννης πήγε να δεχτεί με χαρα..... όταν θυμήθηκε την δεύτερη συμβουλή "μην ξεστρατίζεις ποτέ, από το δρόμο που διάλεξες" κι ετσι τους είπε ότι θα ξαπλώσει κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστεί και να τους περιμένει......
κάμποση ώρα μετά, ξύπνησε από ντουφεκιές και τον ανατριχιαστικό ήχο της φωτιάς ! οι φίλοι, ήπιαν πολύ, μέθυσαν, μάλωσαν με άλλους θαμώνες, βγήκαν τα όπλα και μια από τις σφαίρες χτύπησε το βαρέλι με το τσίπουρο. Κι έτσι έγινε το κακό. Το καπηλιό κάηκε ολοσχερώς και οι μεθυσμένοι δεν πρόλαβαν να βγούν....

Κάμποσες ώρες μετά, αποκαμωμένος αλλά ευγνώμων στο γέρο που του έδωσε τις συμβουλές, έφτασε ο Γιάννης έξω από την πόρτα του σπιτιού του. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Τίποτα δεν ειχε αλλάξει. Λίγες ρωγμές και υγρασίες στους τοίχους, μα όμορφα λουλούδια στόλιζαν την φτωχική αυλή...

"δεν θα φανερωθώ αμέσως, είπε. Να δώ... με γνωριζει η γυναίκα μου με τα χάλια που έχω ; και δέκα χρόνια είναι αυτά... μήπως έχει κάποιον άλλο στη θέση μου" ;

Χτυπάει λοιπόν την πόρτα, προφασιζόμενος το ζητιάνο. Μόλις αντίκρυσε τα μάτια της γυναίκας του παρα λίγο να σπάσει...

- διαβάτης είμαι κυρά, έχεις ένα πιάτο φαί και μια γωνιά να ξεκουραστώ ;
- λίγη σούπα έχω μοναχά, είμαι φτωχή, αλλά για τον ξένο πάντα υπάρχει κι ένα κομμάτι ψωμί. Να, πάρε. Και πάρε και μια κουβέρτα και πήγαινε στο σταύλο να κοιμηθείς, γιατί άντρας ξένος δεν μπαίνει σπίτι μου...

Η χαρά του Γιάννη ήταν μεγάλη ! ΚΥΡΑ της καρδιάς και του σπιτιού του η πιστή γυναίκα του. παρ' όλ' αυτά, αποφάσισε να περιμένει ακόμα λίγο, πριν φανερωθεί.

Και πράγματι.... μόλις νύχτωσε, ένας νεαρός άνδρας ψηλός κι όμορφος, χτύπησε την πόρτα του φτωχικού σπιτιού. Η γυναίκα του άνοιξε και χάθηκαν μέσα στο σπίτι.
Αυτό ήταν ! όσα είδε ο Γιάννης, ήταν αρκετά για να φουντώσει μέσα του ο θυμός. Κι όπως είναι γνωστό.... ο θυμός είναι στιγμιαία τρέλλα. Τέρμα, είπε, θα τους καθαρίσω και τους δυό !!!! τι άλλο μου χρειάζεται ; μπροστά στα μάτια μου το ειδα !!! Η άτιμη !!! είναι και νέος !!!
Ετοιμάστηκε να τρέξει στο σπίτι.... όταν άκουσε στ' αυτιά του την 3η συμβουλή "Τον αποψινό θυμό.. κράτα τον για το πουρνό"
Εντάξει, είπε, τους σκοτώνω αύριο. και περίμενε να ξημερώσει.
Λίγη ώρα αφού χάραξε, ο Γιάννης είδε ν' ανοίγει η πόρτα και να βγαίνει ο νεαρός άνδρας φίλησε τη γυναίκα και της είπε "κάνε κουράγιο, θα γυρίσω το βράδυ"
- Κώστα γιέ μου ! στάσου ! ξέχασες το ψωμί σου. πώς θα δουλέψεις παιδί μου νηστικός ;;; πάρτο, την ευχή μου να έχεις παιδάκι μου".

Ο Γιάννης..... έμεινε σαν παράλυτος !!! "Παναγιά μου, είπε, τι θα είχα κάνει ο τρελλός !!! θα σκότωνα τη γυναίκα και το μοναχογιό μου !!!!!"

Κι έτρεξε να τους σφιξει στην αγκαλιά του κλαίγοντας....

Καλυψώ - Μηναΐς Δέρβου

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου