Πουθενά στη Βυζαντινή ζωγραφική δεν απεικονίζεται η συγκεκριμένη στιγμή της Αναστάσεως του Χριστού, γιατί από κανένα δεν έγινε ορατή αυτή η στιγμή. Αυτό επιμένουν να το τονίζουν με κάθε τρόπο και η ζωγραφική και η υμνολογία της εορτής της Αναστάσεως. Κανείς δεν έμαθε πώς και πότε ακριβώς ανέστη ο Χριστός, όπως κανείς δεν έμαθε ακριβώς το πώς συνελήφθη ή πώς ετέχθη, χωρίς να επηρεασθεί η παρθενία της Παναγίας. Αυτά είναι μυστήρια πέρα από το νού των ανθρώπων.
Εκείνο που οι άνθρωποι είδαν ήταν ότι άγγελος εκύλησε το λίθο του μνημείου για να δούν οι μυροφόρες ότι ο Χριστός δεν είναι μέσα. Εκείνες πάλι με τη σειρά τους έτρεξαν στον Πέτρο και στον Ιωάννη, οι οποίοι έσπευσαν να βεβαιωθούν για την αλήθεια των όσων άκουσαν, με τα ίδια τους τα μάτια, και μπήκαν στον τάφο και δεν βρήκαν τίποτ' άλλο από τα "οθόνια" τυλιγμένα και το "σουδάριο" διπλωμένο. Αργότερα δε, η Μαρία η Μαγδαληνή συνάντησε το Χριστό στον κήπο όπου βρισκόταν το μνήμα και άκουσε το γνωστό "μή μου άπτου". Αυτές τις τρεις πιστοποιήσεις της Αναστάσεως ζωγράφιζαν οι Βυζαντινοί σαν εικόνες του μεγαλύτερου, του μόνου καινού μυστηρίου που φάνηκε ποτέ στη γη. Η μία δείχνει τους στρατιώτες να κοιμούνται και τον άγγελο που έχει αποκυλίσει το λίθο να δείχνει το άδειο μνήμα στις μυροφόρες που γονατίζουν απ' έξω, η δεύτερη δείχνει τον άγιο Ιωάννη μέσα στο μνήμα να σκύβει επάνω από τα διπλωμένα οθόνια και τον απόστολο Πέτρο έξω απ' την είσοδο του τάφου να σκύβει να δει κι αυτός και η τρίτη δείχνει τη Μαρία τη Μαγδαληνή, η οποία έχει πέσει στο έδαφος μπροστά στο Χριστό που την εμποδίζει να Τον αγγίξει.
Εκείνο που οι άνθρωποι είδαν ήταν ότι άγγελος εκύλησε το λίθο του μνημείου για να δούν οι μυροφόρες ότι ο Χριστός δεν είναι μέσα. Εκείνες πάλι με τη σειρά τους έτρεξαν στον Πέτρο και στον Ιωάννη, οι οποίοι έσπευσαν να βεβαιωθούν για την αλήθεια των όσων άκουσαν, με τα ίδια τους τα μάτια, και μπήκαν στον τάφο και δεν βρήκαν τίποτ' άλλο από τα "οθόνια" τυλιγμένα και το "σουδάριο" διπλωμένο. Αργότερα δε, η Μαρία η Μαγδαληνή συνάντησε το Χριστό στον κήπο όπου βρισκόταν το μνήμα και άκουσε το γνωστό "μή μου άπτου". Αυτές τις τρεις πιστοποιήσεις της Αναστάσεως ζωγράφιζαν οι Βυζαντινοί σαν εικόνες του μεγαλύτερου, του μόνου καινού μυστηρίου που φάνηκε ποτέ στη γη. Η μία δείχνει τους στρατιώτες να κοιμούνται και τον άγγελο που έχει αποκυλίσει το λίθο να δείχνει το άδειο μνήμα στις μυροφόρες που γονατίζουν απ' έξω, η δεύτερη δείχνει τον άγιο Ιωάννη μέσα στο μνήμα να σκύβει επάνω από τα διπλωμένα οθόνια και τον απόστολο Πέτρο έξω απ' την είσοδο του τάφου να σκύβει να δει κι αυτός και η τρίτη δείχνει τη Μαρία τη Μαγδαληνή, η οποία έχει πέσει στο έδαφος μπροστά στο Χριστό που την εμποδίζει να Τον αγγίξει.
Η συνηθέστερη όμως και πιό αγαπητή ορθόδοξη εικόνα της Αναστάσεως είναι αυτή η οποία επιγράφεται "η εις Άδου Κάθοδος".
Η παράσταση αυτή παρουσιάζεται από τον Θ' αιώνα και το θέμα της είναι εμπνευσμένο από την υμνογραφία και από λόγους αγίων, όπως του αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του αγ. Επιφανίου, του αγ. Εφραίμ του Σύρου και άλλων, που περιγράφουν πώς ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη και τον κατήργησε και πήρε μαζί Του όλους τους απ' αιώνος μέχρι τότε κεκοιμημένους δικαίους, οι οποίοι ήσαν δέσμιοι του θανάτου.
Εδώ απεικονίζεται ο Χριστός να κατέρχεται ένδοξος, κρατώντας το Σταυρό, στον Άδη που παριστάνεται σαν σπήλαιο βαθειά κάτω από τη γη, πατώντας επάνω στις συντετριμμένες πύλες του και στα σπασμένα δεσμά. Μερικές φορές ζωγραφίζεται κι ο ίδιος ο Άδης προσωποποιημένος, με είδος μελανόμορφου Γέροντος, πεσμένος πλάι στα συντρίμμια της δύναμής του, τις σπασμένες πύλες του και τα σκορπισμένα δεσμά.
Ο Χριστός σκύβει κι απλώνει το χέρι στον Αδάμ, ο οποίος βρίσκεται σε γονατιστή στάση, κι ανταποκρίνεται μ' ολοπρόθυμη αναζήτηση, μιά οδυνηρή αναζήτηση και για τον ίδιο και για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, που άρχισε από τότε που στάθηκε απέναντι στην κλειστή πύλη του Παραδείσου και εθρήνησε. Τώρα, ο Αδάμ, αναγνωρίζοντας το βήμα και τη φωνή απ' τα οποία έτρεξε να κρυφτεί στον Παράδεισο μετά την παρακοή, δεν φεύγει πιά, αλλά μένει, κι απλώνει και τα δύο χέρια στο Θεό του, σε μιά κίνηση ολόψυχης αναγνώρισης και αποδοχής.
Η Εύα, άλλες φορές στέκει δίπλα στον Αδάμ, άλλες φορές γονατίζει απέναντί του κι απλώνει κι αυτή το χέρι της στο Χριστό που τους εγείρει και τους δύο.
Δίπλα στην Εύα στέκει ο Άβελ, ο πρώτος άνθρωπος που παραδόθηκε στο θάνατο, άδικα, γιατί άδικα και σάπια είναι τα θεμέλια του θανάτου, κι η διεκδίκησή του στον άνθρωπο δεν είναι επιθυμία του Θεού - άρα ούτε ίδιον της ανθρώπινης φύσης - αλλά ανόητη επιλογή του ίδιου του ανθρώπου, άρα ξένος και ανεπιθύμητος απ' τον τρόπο δημιουργίας του ανθρώπου και γι' αυτό και τόσο φοβερός κι αποκρουστικός.
Πίσω από το Χριστό εικονίζεται ο Πρόδρομος, στραμμένος ελαφρά προς τους δικαίους που τον ακολουθούν -με πρώτο το βασιληά και προφήτη Δαυίδ- δείχνοντας με μιά κίνηση του χεριού το Χριστό, σαν να Τον παρουσιάζει και σ' αυτούς, όπως Τον παρουσίασε και στους επί γης ανθρώπους: "ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου..." (Ιωάν.α', 29 ). Μ' αυτόν τον τρόπο και η ζωγραφική επιβεβαιώνει αυτό που και η υμνολογία δεν παύει να τονίζει, ότι, δηλαδή, και στον Άδη, όπως και στη γη, κι όπως ακόμα και στην κοιλιά της μητέρας Του προτού κάν γεννηθεί, ο αγ. Ιωάννης υπήρχε παντού Πρόδρομος του Χριστού, εκήρυττε την έλευσή Του, κι ετοίμαζε το δρόμο Του.
Σήμερα, αυτή η εικονογραφική υπόθεση έχει επικρατήσει σαν η πιό αντιπροσωπευτική διήγηση του μυστηρίου της Αναστάσεως του Χριστού.
Βυζαντινή ζωγραφική θεωρία, Νινέττα Βολουδάκη
Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1995
Kalo gia klopi paste :P
ΑπάντησηΔιαγραφή