Στην ιστορία των λαών, όπως και στην ιστορία της ζωής του καθενός ανθρώπου ξεχωριστά, έρχεται κάποια ώρα που γίνεται ένα συνταρακτικό γεγονός, είτε καλό είναι αυτό, είτε κακό. Τότε, εμείς οι άνθρωποι, που όλα τα βλέπουμε και τα κρίνουμε επιφανειακά, «αποφαινόμαστε» ότι –άν το γεγονός είναι καλό- ο άνθρωπος είναι «τυχερός», ή –άν το γεγονός είναι κακό- ότι είναι «άτυχος».
Όμως, άν κυττάξουμε τα πράγματα βαθύτερα, τότε βλέπουμε ότι η «τύχη» ή η «ατυχία» είναι δημιουργήματα δικά μας. Στην πραγματικότητα, η ζωή μας «πληρώνει» - συνήθως – για τη «δουλειά» που κάνουμε. Έτσι, κάθε τι καλό που φτάνει να γίνεται φανερό στα μάτια των ανθρώπων, έχει κερδηθεί με κρυφό κόπο και κρυφό αγώνα, ενώ, κάθε πτώση, κάθε καταστροφή, έχει τις ρίζες της πολύ πίσω, σε κάποια μακρινή αρχή συμβιβασμών και παραχωρήσεων, που ενδέχεται κι εμείς οι ίδιοι να την αγνοούμε.
Αυτό το μήνα, κάθε χρόνο, ο νους όλων μας γυρίζει στη μεγάλη αυτοκρατορία μας και στον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιζε κάποτε ο λαός μας στη διαμόρφωση της ιστορίας του κόσμου και στο πώς τα χάσαμε όλ’αυτάκαι μαζί τους χάσαμε κι ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μας και της προσωπικότητάς μας αλλά και της αυτοπεποίθησής μας.
Από ανεξάρτητοι και κυρίαρχοι γίναμε εξαρτώμενοι και υπόδουλοι. Από ηγέτες γίναμε ακόλουθοι. Από πρωτοπόροι, αξιολύπητοι μιμητές πραγμάτων και θεωριών που δεν καταλαβαίνουμε καλά, γι’αυτό και δεν μπορούμε και να τα μιμηθούμε καλά. Εδώ και πεντακόσια πενήντα τρία χρόνια θρηνούμε αυτά που είχαμε και χάσαμε, αλλά ακόμη δεν έχουμε συνειδητοποιήσει τί ακριβώς χάσαμε και γιατί. Ακόμη μιλάμε για την «ατυχία» μας, ακούμε τις γνώμες των «ειδικών», οι οποίοι –τί πρωτότυπο(!)- θεωρούν, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως αίτιο όλων των κακών την Εκκλησία και τα Μοναστήρια που δεν πλήρωναν φόρους κι έτσι δεν είχε το κράτος λεφτά να διαθέσει για το στρατό και την άμυνα του κράτους!
Αυτοί οι ίδιοι «ειδικοί», βέβαια, δεν έχουν κανένα σχόλιο για τις μεγάλες αρχοντικές οικογένειες, οι οποίες, αντί να απαντήσουν στην έκκληση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και να ενισχύσουν τα βασιλικά ταμεία – ώστε να υπάρχουν χρήματα για να πληρωθούν μισθοφόροι – έστειλαν τα χρήματά τους στη Βενετία και στη Γένοβα, όπου υπήρχαν οι γνωστότεροι τραπεζίτες! Κάτι ανάλογο, δηλαδή, μ’αυτό που γίνεται σήμερα, όπου οι μεγαλύτεροι κεφαλαιοκράτες στέλνουν τα χρήματά τους στις Τράπεζες της Ελβετίας για να φοροδιαφύγουν!
Όμως, άν σκεφτούμε λίγο πιο αντικειμενικά και νηφάλια τα πράγματα, παραμερίζοντας τις επηρεασμένες από διάφορες ιδεολογίες πεποιθήσεις μας, θα ανακαλύψουμε πολλά κοινά στην ιστορία της αυτοκρατορίας μας με την ιστορία της προσωπικής μας ζωής.
Η πτώση μας είχε αρχίσει πολύ πιο πρίν. Περισσότερο από δυόμισι αιώνες πριν, τότε που μας είχε έρθει το πρώτο «μήνυμα» ότι η ζωή μας δεν πάει καλά, με την πρώτη πτώση της Κωνσταντινουπόλεως στους Φράγκους. Εκείνη η πρώτη πτώση ήταν ασύγκριτα πιο καταστροφική από τη δεύτερη, γιατί αυτοί οι πρώτοι κατακτητές μας, είχαν περισσότερο μίσος και αντιπαλότητα με μας, παρ’όλο που ανήκαν – θεωρητικά – στην ίδια πίστη κι είχαν αποδεχθεί τις βασικές αρχές του δικού μας τρόπου ζωής και του δικού μας πολιτισμού. Οι αγριότητες κι οι λεηλασίες της πρώτης πτώσης, δεν συγκρίνονται με τις καταστροφές της δεύτερης. Δεν χρειάζεται να πει κανείς πολλά. Τα άλογα του Ιπποδρόμου μας, που εξακολουθούν να στέκονται περήφανα και πανέμορφα στην πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, τα λένε όλα, για να μην πούμε τίποτα για τα άλλα δύο που βρίσκονται στον πάτο της θάλασσας της Βενετίας, όπου έπεσαν κατά τη μεταφορά τους.
Όμως εμείς οι ίδιοι είχαμε ανοίξει την πόρτα στους πρώτους κατακτητές μας. Τους καλέσαμε να έρθουν διαιτητές στις εσωτερικές διαμάχες μας και χρησιμοποιήσαμε το στρατό τους για να πολεμήσουμε ο ένας τον άλλον. Ακόμη κι’ οι ίδιοι οι πολιορκητές απορούσαν πώς κατάφεραν και κατέκτησαν μια τόσο δυνατή Πόλη. Γι’αυτό και ο Δυτικός χρονογράφος απορεί: «Ποτέ πριν στην ιστορία του κόσμου, τόσοι λίγοι δεν έχουν πολιορκήσει τόσους πολλούς...» Κι οι ίδιοι οι κατακτητές, δηλαδή, κατάλαβαν πως, ουσιαστικά, άλωσαν μια «εκ των έσω αλωμένη» Πόλη.
Αλλά και πάλι η πτώση μας είχε αρχίσει πιο πριν. Είχε αρχίσει, από τότε που αρχίσαμε να ξεπουλάμε την ψυχή μας κομμάτι-κομμάτι και δεν υπήρχε κανείς να σταθεί και να βάλει ένα τέλος σ’αυτό το ξεπούλημα. Η σφραγίδα της καταδίκης μας ήταν η μάχη στο Μυριοκέφαλο, κι ήταν τόσο παραδειγματική, λες κι ο Θεός ήθελε να μας τρομάξει, μήπως και μπορέσουμε να αναχαιτιστούμε. Αυτή η μάχη χάθηκε από τον ίδιο βασιλιά, ο οποίος είχε - στην αρχή της βασιλείας του – κερδίσει στον ίδιο ακριβώς τόπο μια μεγάλη νίκη εναντίον των Τούρκων. Και στο τέλος της βασιλείας του, στον ίδιο τόπο, όχι απλώς νικήθηκε, αλλά κατέστρεψε ολόκληρο το στρατό της αυτοκρατορίας, χωρίς ελπίδα να μπορέσει να αναδιοργανωθεί ποτέ!
Η πτώση της αυτοκρατορίας μας – όπως κι η προσωπική πτώση του καθενός μας – δεν ήταν θέμα μιας ή δύο μαχών, ενός ή δύο χρόνων. Είναι ένα μακροχρόνιο ξεπούλημα του εαυτού μας και της προσωπικότητάς μας. Κι η υποδούλωση στους βαρβάρους - νοητούς και πραγματικούς – έρχεται σαν το λυπηρό, αλλά αναπόφευκτο τέλος.
Το θαυμαστό με το λαό μας είναι ότι, ακόμη κι όταν όλα είναι χαμένα, βρίσκει ανθρώπους σαν τον τελευταίο αυτοκράτορα, τον Κωσταντίνο Παλαιολόγο. Ανθρώπους με τέτοια ψυχική δύναμη, ώστε να δεχτούν να πάρουν πάνω τους το βάρος της απελπισίας και να σημαδέψουν το τέλος με μια ακτίνα ελπίδας. Ανθρώπους που παραμερίζουν τον εαυτό τους και δέχονται να πληρώσουν – μαζί με τα προσωπικά τους λάθη – και για τα λάθη όλων των προγόνων τους. Ανθρώπους λεβέντες και ωραίους, που σε κάνουν να νοιώθεις περήφανος που τους έχεις προγόνους.
Η εποχή μας, άν τη ψάξει κανείς, έχει πολλά κοινά με την εποχή πριν απ’την πτώση. Μπορεί εξωτερικά τα πράγματα να έχουν αλλάξει, οι αυτοκρατορίες να έχουν έρθει και να έχουν φύγει, αλλά οι άνθρωποι δεν έχουμε αλλάξει κι οι μάχες δίνονται και κερδίζονται με τους ίδιους περίπου τρόπους. Γι’ αυτό έχουμε να μάθουμε πολλά όταν ενδιαφερθούμε να γνωρίσουμε τη ζωή εκείνων των ανθρώπων, γιατί θα διδαχτούμε από τα δικά τους λάθη και θα τα αποφύγουμε.
Κι αυτό που έχουμε να μάθουμε από τον τελευταίο αυτοκράτορα, που δεν είχε αυτοκρατορία, είναι το πώς θα μάθουμε να ζούμε σ΄ ένα κόσμο χωρίς ελπίδα, κι εμείς να μην απελπιζόμαστε. Να ζούμε με την πεποίθηση πως, και η προσωπική μας ιστορία και η ιστορία του κόσμου μας, τελικά, ξεπερνάει τις δικές μας δυνάμεις και ανήκει στόν «ετάζοντα καρδίας και νεφρούς».
Εμείς, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βρούμε τη δική μας Πύλη του Αγίου Ρωμανού και να αγωνιστούμε να κρατήσουμε τους βαρβάρους έξω. Κι άν δεν μπορέσουμε, γιατί είναι πολλοί και δυνατοί, τότε να πέσουμε όρθιοι, με το σπαθί στο χέρι!
Νινέττα Βολουδάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Μαΐου 2006
Τεύχος 46
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου