Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΛΟΥΛΟΥΔΙ


Α.
Ὁ Γιῶργος ἀγαποῦσε πολύ τά λουλούδια. Ἰδίως αὐτό τό μικρό λουλούδι ὄμορφο καί εὐωδιαστό, πού καθόταν ἐκεῖ, στό παράθυρο. Τό ἀγαποῦσε ὄχι μόνο διότι ἦταν πολύ ὄμορφο καί μυρωδᾶτο, ἀλλά καί διότι τοῦ τό εἶχε χαρίσει πρίν ἀπό κάμποσο καιρό κάποιος προσφιλής του φίλος, κάποιο πρόσωπο, πού τοῦ πρόσφερε πάντα σπουδαία καί πολύτιμη ὑποστήριξη. 
«Θά τό φροντίζω καλά» –ὑποσχέθηκε τότε στόν φίλο του– «καί ὅσες φορές τά βήματά σου θά σέ φέρνουν στό μικρό μου σπιτάκι θά τό βρεῖς στήν θέση του, ἀνθισμένο, γιά νά μᾶς ὑπενθυμίσει τήν φιλία μας». 
Στίς πρῶτες μέρες ὅλα ἦταν γοητευτικά. Ἡ παρουσία τοῦ λουλουδιοῦ τόν χαροποιοῦσε καί ἔφερνε μιά συνεχῆ ἄνοιξη τριγύρω του. Δεκάδες φορές τήν ἡμέρα σταματοῦσε πρός στιγμή τήν ἐργασία του γιά νά θαυμάζει τό μικρό λουλούδι του, νά τό φροντίσει, ἐνῶ τά πράσινα φύλλα του σάν νά τοῦ χαμογελοῦσαν. 
Πέρασαν ἔτσι μερικές ἑβδομάδες. 
Κάποια μέρα ὅμως τόν ἐπισκέφθηκε ἄλλος φίλος (ἀπό αὐτούς πού δέν μᾶς προσφέρουν καί πολλά πνευματικά, ἀλλά ἁπλῶς μᾶς βοηθᾶνε νά περάσουμε τόν χρόνο) καί τοῦ πρότεινε νά βγοῦνε κάπου ἔξω γιά νά περάσουνε μαζί τήν ἑορτή. Ἀργά τό βράδυ, ὅταν γύρισε, ξεθεωμένος, δέν ἔδωσε πλέον καμία σημασία στό λουλούδι πού τόν περίμενε στήν γωνιά του. 
Δεύτερη ἡμέρα τό πρωΐ, τό λουλούδι κύρτωνε λυπημένο τό κεφάλι κι ὁ Γιῶργος, μετανοιωμένος,τοῦ ὑποσχέθηκε νά μή λησμονήσει ποτέ ξανά τό ποτῆρι τοῦ νεροῦ πού τό πράσινό του φιλαράκι τό χρειαζόταν καθημερινά. Ἕνα λουλούδι ζητάει ἀπό ἐμᾶς τόσα λίγα πράγματα! 

Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Γιώργου ἦταν εἰλικρινής, ἀλλά –ἀλίμονο!– τίς ἑπόμενες ἡμέρες ἀπορροφήθηκε ἐντελῶς ἀπό τά καθημερινά ζητήματα, ἀπό τίς στυγνές ὑποθέσεις, ἀπό τίς ὑπερβολικές ἐπιθυμίες. Καί τό λουλούδι ἐγκαταλειμμένο χλώμιαζε καί τά κιτρινισμένα φύλλα του σάν νά τοῦ ἔλεγαν: «Ἀχάριστε, ἄρα δέν μπορεῖς νά μοῦ ἀφιερώσεις οὔτε ἕνα λεπτό ἀπό τήν καθημερινή ζωή σου;» Ἀσφαλῶς καί ὁ Γιώργος μποροῦσε! Ἀσφαλῶς καί τό ἐπιθυμοῦσε! Κάποιες φορές καί τό ἔκαμε… κάποιες ἄλλες φορές ἁπλῶς τό ξεχνοῦσε … ἄλλες φορές ὅμως τόν κούραζαν καί οἱ μομφές τοῦ μικροῦ του φίλου. 
Κάποια βραδιά ἐπιστρέφοντας στό σπίτι δέν βρῆκε πλέον στό χωμάτινο βάζο πού φιλοξενοῦσε τό μικρό του λουλούδι, παρά κάποιους ξεραμένους μίσχους. 
Δέν βρῆκε τό θάρρος οὔτε νά κοιτάξει αὐτά τά συντρίμμια καί κλώτσησε χωρίς κἄν νά τό κοιτάξει τό πήλινο βάζο πού τοῦ προκαλοῦσε τώρα τύψεις.
Μερικές μέρες ἀργότερα πέρασε ἀπό τό σπιτάκι του ὁ καλός του φίλος, ἐκεῖνος πού τοῦ εἶχε χαρίσει τό μικρό λουλούδι. Καί μόλις μπήκε μέσα, ὁ Γιῶργος τόν εἶδε πώς ἀναζητοῦσε μέ τά μάτια του τό παράθυρο ὅπου ἔπρεπε νά ἦταν τό λουλούδι. 
Δέν τό βρῆκε. Κατάλαβε.Ἔσκυψε τό κεφάλι του ἀλλά δέν εἶπε οὔτε μιά λέξη… Ἡ κουβέντα τους ἦταν μᾶλλον φορτισμένη καί ὅταν πρίν νά φύγει τοῦ  ἔσφιξε τό χέρι καί τόν χαιρέτησε, ὁ Γιῶργος εἶδε πώς τά μάτια τοῦ ἀγαπημένου του φίλου ἦταν δακρυσμένα. 
Β. 
Γιατί σᾶς γράφω τήν λυπητερή αὐτή ἱστορία; 
Διότι κάτι παρόμοιο συμβαίνει σχεδόν σέ ὅλους ἐμᾶς. Ἁπλῶς, στήν περίπτωσή μας, δέν πρόκειται γιά ἕνα μικρό λουλούδι τό ὁποῖο κάποιος μᾶς ἔχει χαρίσει καί ἐμεῖς ἀπό ἀμέλεια τό ἀφήσαμε νά μαραζώνει, ἀλλά γιά τήν ἴδια τήν ψυχή μας! Καί ὁ φίλος πού μᾶς χαρίζει τό πολύτιμο αὐτό λουλούδι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός! 
Ξέρω, ἀνάμεσά σας θά ὑπάρχουν πολλοί πού, διαβάζοντας τίς σειρές αὐτές, θά αἰσθανθοῦν πολύ ἔνοχοι, θά συγκινηθοῦν, ἀλλά κανείς δέν πρέπει νά ἀπελπισθεῖ. 
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι οὔτε ἡ δροσιά τοῦ οὐρανοῦ καί οὔτε ἡ λάμψη τοῦ ἡλίου μποροῦν νά ξαναδώσουν τήν πρασινάδα σέ κάποιο ξεραμένο λουλούδι. Ἀλλά ὑπάρχει κάποια δροσιά τοῦ οὐρανοῦ, πού μπορεῖ νά ξαναδώσει ζωή σέ κάποια ξεχασμένη καί μαραμένη ψυχή: εἶναι τά δάκρυα εἰλικρινοῦς μετανοίας (βλ. τό «πικρό κλᾶμα» τοῦ ἀποστόλου Πέτρου!) καί ἡ ἐξομολόγηση. Καί οἱ ἀκτῖνες ἐκεῖνες πού θά ξαναδώσουν ζωή στήν παραμελημένη καί ζαρωμένη ψυχή μας εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Ἡλίου καί Σωτῆρος Χριστοῦ, ἡ ἀστείρευτη «χάρη ἀντί χάριτος». 
Διότι κανείς καί τίποτα δέν μπορεῖ νά μᾶς χωρίσει ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ (Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; Ρωμ. 8,35). 
Ὁ Θεός δέν μᾶς ἐγκαταλείπει. Δέν μᾶς ἐγκατέλειψε ποτέ. Ἀκόμη καί μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, ὁ Θεός δέν ἐγκατέλειψε καί οὔτε λησμόνησε τό ἔργο τῶν χειρῶν του. Μά καί μετά τήν πτώση μας δέν ἔπαυσε ποτέ νά μᾶς δείχνει τήν ἀγάπη Του, ἀλλά ποικιλοτρόπως μᾶς ἐπισκέφθηκε, δίνοντάς μας καθοδηγητικό Νόμο, στέλνοντάς μας προφῆτες, κάνοντας ἀνάμεσά μας θαύματα διά τῶν ἁγίων του, ἐνῷ στό «πλήρωμα τοῦ χρόνου» ἀπέστειλε σ’ ἐμᾶς τόν ἴδιο τόν Μονογενῆ Υἱό του γιά νά γεννηθεῖ ἀπό τήν ἀειπάρθενο Μαρία καί νά καταδικάσει «ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ τήν ἁμαρτία», νά ζωοποιήσει ἐκείνους πού πέθαναν «ἐν τῷ Ἀδάμ», μετατρέποντας μέ τόν τρόπο αὐτό ἐμᾶς τούς ἁμαρτωλούς σέ «λαόν περιούσιον, βασίλειον ἱερατευμα, ἔθνος ἅγιον» (Λειτουργία Μεγάλου Βασιλείου). 
Ἄκουσα πολλές φορές κατά τήν θεία ἐξομολόγηση ἀνθρώπους νά μοῦ τονίζουν ὅτι δέν ἔχουν παρά «ἀσήμαντα», «μικροπράγματα» νά μοῦ ἐξιστο­ρήσουν.
Μέ τήν εὐκαιρία αὐτή θέλω νά ὑπενθυμίσω σέ ὅλους δύο γεγονότα. 
Ποιός δίνει σημασία σέ μιά σταγόνα νεροῦ; Εἶναι τόσο ἀνάλαφρη, σάν νά μήν ἔχει βάρος. Ἀκούσατε ὅμως γιά τό λεγόμενο «κινέζικο βασανιστήριο»; Δέν πρόκειται γιά ξυλοδαρμό, γιά πετσόκομμα ἤ γιά ἠλεκτροσόκ. Ὁ καταδικασμένος τοποθετεῖται σ’ ἕνα στενόχωρο μέρος χωρίς δυνατότητα κίνησης ὅπου μιά σταγόνα νεροῦ πέφτει σέ τακτά διαστήματα πάνω στό κεφάλι του. Μετά ἀπό μερικά λεπτά ἡ «ἀσήμαντη» ἐκείνη, μικρή καί ἀνάλαφρη σταγόνα μοιάζει νά ἔχει τό βάρος ἑνός σφυριοῦ καί τό βάσανο γίνεται ἀνυπόφορο! 
Πρόσφατα, στήν Ἀμερική, ἕνας καθηγητής ψυχολογίας, γιά νά βοηθήσει τούς μαθητές του νά καταλάβουν πόσο ἐπιβαρύνουν τά ψυχολογικά ζητήματα τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἔκανε τό ἀκόλουθο πείραμα: Πῆρε ἕνα ποτῆρι μέ νερό καί περιφερόταν ἀνάμεσά τους κρατῶντας τό ποτῆρι μέ τό χέρι τεντωμένο καί ρωτῶντας τους πόσο βάρος νομίζουν ὅτι ἔχει τό νερό. Οἱ περισσότεροι ἀπαντοῦσαν ἀπό 100 μέχρι 500 γραμμάρια. Ἡ ἀπάντηση τοῦ καθηγητῆ ἦταν ὅτι δέν μετράει πόσο εἶναι τό πραγματικό βάρος τοῦ νεροῦ στό ποτῆρι, ἀλλά πόση ὥρα ἀναγκάζεται κάποιος νά τό κουβαλάει, διότι μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα, τό βάρος τοῦ νεροῦ γίνεται ἀσήκωτο! 
Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί στήν πνευματική μας ζωή ἐάν δέν τήν προσέξουμε, ἐάν δέν παρέχουμε στήν ψυχή μας τήν ἀπαιτούμενη θεραπεία. 
Μήν ἐπιβαρύνετε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, τό λουλούδι τῆς ψυχῆς σας οὔτε μέ βαριά, οὔτε μέ «ἀσήμαντα», πρόσκαιρα πράγματα. Φροντίστε το, μήν τό παραμελεῖτε. Διότι καί ἡ «μικρότερη σταγόνα» καί ἡ πιό «ἀσήμαντη ἁμαρτία», μέ τόν καιρό μπορεῖ νά ἀναδειχθεῖ καί νά σᾶς φανεῖ ἀσήκωτη. Καί μή ἀναβάλλετε τήν φροντίδα του. Ποτίζετε τό λουλούδι τῆς ψυχῆς μέ τήν δροσιά τοῦ οὐρανοῦ καί μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τῶν συνανθρώπων καί τότε, ὅταν «ὁ φίλος μας» ὁ Σωτῆρας Χριστός θά μᾶς ἐπισκεφθεῖ «ἐν ὥρᾳ ᾗ οὗ προσδοκοῦμε» θά χαρεῖ τήν λάμψη τοῦ ἀνθισμένου λουλουδιοῦ πού μᾶς χάρισε. Διότι δέν ὑπάρχει στόν κόσμο «ἀντάλλαγμα» πού νά μπορεῖ νά δώσει ὁ ἄνθρωπος «γιά νά ἐξαγοράσει τήν ψυχή αὐτοῦ». 
π. Ἠλίας Ι. Φρατσέας
Ἐνοριακή Εὐλογία τεῦχος 132-133
Αὔγουστος-Σεπτέμβριος 2013

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου