Οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη της μνήμης των ανθρώπων που έφυγαν. Φανερώνεται έτσι ότι η ζωή συνεχίζεται στον αιώνιο χρόνο, αν και με διαφορετικό τρόπο, σε ένα άλλον επέκεινα τόπο.
Οι άνθρωποι έχουμε επίσης ανάγκη της τιμής αυτών που έφυγαν. Είναι ένδειξη ευγνωμοσύνης για όσα και ό,τι μας προσέφεραν. Συγχρόνως αποτελεί και διδασκαλία για τους νεώτερους, διότι αφενός τους γνωρίζουμε με τα πρόσωπα, τον βίο, τα έργα και τις πράξεις τους, αφετέρου τους διδάσκουμε έμπρακτα τον σεβασμό που κάθε άνθρωπος οφείλει στους προγόνους του. Τα μνημόσυνα, είναι η ουσιαστική, απαραίτητη και αναντικατάστατη τιμή και χρέος των ζώντων προς τους κεκοιμημένους. Αποτελούν και τον πιο ασφαλή τρόπο απόδοσης τιμής, διότι, ευτυχώς, εκεί δεν μπορούμε να παρέμβουμε, αλλά τους παραδίδουμε στην Εκκλησία που προσεύχεται απαθώς, και τιμά τον κάθε κεκοιμημένο με μοναδικό τρόπο.
Βέβαια, εκτός των μνημοσύνων, οι άνθρωποι οργανώνουμε διάφορες εκδηλώσεις με σκοπό να τιμήσουμε αξιοσέβαστα πρόσωπα: ήρωες, ευεργέτες, ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, ανθρώπους, που έχουν επηρεάσει θετικά (αν και αυτό στις ημέρες μας δεν είναι τόσο σίγουρο πόσο θετικά δηλ. επηρεάζουν διάφοροι υπερτιμώμενοι «μεγάλοι»!) τη γενιά τους και τις επόμενες γενιές.
Γνωρίζουμε, ωστόσο, πώς πρέπει να τιμούμε τα τιμώμενα πρόσωπα; Η Εκκλησία μας λέει: τιμή αγίου μίμησις αγίου. Κατ’ αναλογίαν, τιμή ενός προσώπου είναι μαθητεία στη ζωή και στο έργο του, μίμησις του ήθους του, της αρετής του και κατά τον π. Επιφάνιο, μόνο όσοι έχουν αρετή είναι μεγάλοι άνθρωποι και πρέπει να τυγχάνουν τιμών. Προσπάθεια συνέχισης του έργου των, και συνεπώς και οι όποιες εκδηλώσεις στην μνήμη τους, λογικό είναι, να επιχειρούν ένα αναβάπτισμα της σχέσης μας με αυτόν που τιμούμε και με το έργο του.
Έτος Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, εφέτος, για τα 160 χρόνια από τη γέννησή του και 100 από το θάνατό του, και υπάρχει φυσικά σειρά εκδηλώσεων, που συναγωνίζονται και ανταγωνίζονται για την απόδοση μεγαλύτερης τιμής!
Έχουμε αναρωτηθεί άραγε, αν οι πολλές και ποικίλες φιέστες που παραθέτουμε τιμούν πραγματικά τον τιμώμενο, ή μάλλον ασέβεια δείχνουν προς το πρόσωπό του; Ο λόγος για μια εκδήλωση που έγινε μέσα στη Μ. Εβδομάδα (!): «δραματοποιημένη αφήγηση έξι πασχαλινών διηγημάτων του Παπαδιαμάντη στο εκκλησάκι του αγίου Ελισσαίου» από την ομάδα παραστατικών τεχνών «ΠΡΟΤΑΣΗ», για «τον άγιο των ελληνικών γραμμάτων» (τι ειρωνία!), την Μεγάλη Δευτέρα, Μ. Τρίτη και Μ. Τετάρτη ώρα 7μμ. Αντί «του κρύψαντος το τάλαντον την κατάκρισιν ακούσασα, ψυχή, μη κρύπτε λόγον Θεού», αντί του «Κύριε η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», αντί της Ακολουθίας του νιπτήρος, οι άνθρωποι άκουσαν, ή ποιητικότερα αφουγκράσθηκαν και ... μετεωρίσθηκαν, διηγήματα πασχαλινά του Παπαδιαμάντη υπό μορφήν δραματοποιημένης αφήγησης(!). Στον ίδιο χώρο, και την ίδια ημέρα και ώρα που ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης, όταν ζούσε, έψελνε σεμνά τα άγια πάθη!
Και αυτό λέγεται τιμή (ώ της μωρίας!) στον άνθρωπο, που όλο του το έργο βοά σε όλους τους τόνους, το εκκλησιαστικό του φρόνημα, την βαθειά του πίστη, τον θείο του έρωτα! Στον άνθρωπο που ομολογούσε: «Ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ (η υπογράμμιση δική μου) δεν θα παύσω πάντοτε, ιδίως δε κατά τας πανεκλάμπρους ταύτας ημέρας, να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ τα γνήσια ελληνικά ήθη. Εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγι μου, εάν μη σου μνησθώ». (Λαμπριάτικος ψάλτης)
Ο Παπαδιαμάντης δεν δέχθηκε ποτέ τέτοιου είδους τιμές. Γι’ αυτό και, όταν, έτι ζων, διοργανώθηκε προς τιμήν του φιλολογική βραδυά στην αίθουσα «Παρνασσός», «εκείνος την ίδια ώρα κατέφευγε στο ταπεινό σπιτάκι του χριστιανού Νικόλα του Μπούκη, όπου ο Παπαδιαμάντης έψελνε συχνά και η μικρούλα κόρη του Μπούκη, η Αγγελικούλα, τον άκουγε με κατάνυξη ονομάζοντας τις ψαλμωδίες του “τα τραγούδια του Θεού”» (Αλ. Παπαδιαμάντης, δοκίμιο του Κωστή Μπαστιά).
Τότε ζων έφευγε, τώρα κεκοιμημένος πού φύγει; Έτριζαν άραγε τα οστά του; Αλλά όχι, διότι «ούτος εστί εν ειρήνη». Εμείς έχουμε «κάκωσιν». Και εάν μεν είμαστε απλώς κοσμικοί άνθρωποι, απλά δείχνουμε την μωρία μας, ότι βλέπουμε το δάκτυλο παρά το δάσος. Εάν δε είμαστε θρησκευόμενοι άνθρωποι, τότε αλοίμονο, επαληθεύουμε στους εαυτούς μας για μυριοστή φορά τα του Ιερού Ευαγγελίου, που διαβάζεται την ημέρα της Μ. Δευτέρας, την ίδια ακριβώς με την εκδήλωση ώρα σε όλες τις εκκλησίες: «ουαί υμίν, ότι αποδεκατούτε το ηδύοσμο και το άνηθον και το κύμινον, και αφήκατε τα βαρύτερα του νόμου. Ουαί υμίν, οι διυλίζοντες τον κώνωπα την δε κάμηλον καταπίνοντες», και αποδεικνυόμαστε μη σώφρωνες, αντίθετα από τον Παπαδιαμάντη, που πέθανε δοξολογών!
Πόσο δίκαιο είχε ο Μπαστιάς που έγραφε τότε, σχολιάζοντας μια απλή φιλολογική βραδυά στον «Παρνασσό» (τι θα έγραφε άραγε η απαράμιλλη πέννα του σήμερα;) ότι: «τέτοια πανηγύρια δεν ταιριάζουνε του Παπαδιαμάντη. Το έργο του στάθηκε μια προσευχή και ένα δοξολόγημα». Πόσο συμφωνούμε! Γι’ αυτό, εάν είμαστε ταπεινοί μαθητές, ταπεινού διδασκάλου, ταπεινά και δεηθώμεν. Αιωνία σου η μνήμη, αγαπημένε μας κυρ-Αλέξανδρε. Αιωνία σου η μνήμη!
Ευαγγελία Γ. Κοντάκη
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ιουνίου-Ιουλίου 2011
Τεύχος 108-109
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου