"Πίσκοπε, 'γιω την γνώμην μου ποττέ δεν την αλλάσσω,
τζι' όσα τζι' αν πης μεν θαρευτής πως εν να σου πιστέψω.
Εχω στον νουν μου, πίσκοπε, να σφάξω, να κρεμμάσω,
τζι' αν ημπορώ που τους Ρωμιούς την Τζιύπρον να παστρέψω,
τζι' ακόμα αν ημπόρεια τον κόσμον να γυρίσω,
έθεν να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυσιήν να μεν αφήσω."
"Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την που τάψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!
Σφάξε μας ούλους τζι' ας γενή το γαίμαν μας αυλάτζιν,
κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξέρε πως ίλαντρον όντας κοπή καβάτζιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το 'νιν αντάν να τρώ' την γην τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλυέται.
Είσαι πολλά πικραντερός, όμως αν θεν να σφάξης,
σφάξε τους λας που πολεμούν αλλού αρματωμένοι.
Εμάς με σιέρκα όφκαιρα γιατί να μας πειράξης,
πούμαστον δίχως άρματα, τζι' είμαστον νεπαμένοι;"
Τότες ο Μουσελλίμ-αγάς εψήλωσεν το δειν του,
τζι' είδεν τον μ' έναν δειν γλυτζιύν, τζι' αννοίει τζιαι λαλεί του:
"Ο,τι παθθαίν' ο άθθρωπος εν που την τζιεφαλήν του,
του βρένιμου που το σπαθίν ποσπάζετ' η ζωή του,
τζιαι σου, αν είσαι βρένιμος, ποσπάζεις την ζωή σου."
"Μούλλωσε τζιαι κατάλαβα πριχού να πης το πειν σου,
μεν μάσιεσαι την θάλασσαν να την-ι-ξηντιλήσης.
Αδικα λόγια μεν χάννης τζι' αρκείς εις την δουλειάν σου.
Τον ήλιον με φύσημαν μπορείς να τον-ισβήσης;
Φώναξε του τζιελλάττη σου, σάσ' την κρεμμασταρκάν σου!"
τζι' όσα τζι' αν πης μεν θαρευτής πως εν να σου πιστέψω.
Εχω στον νουν μου, πίσκοπε, να σφάξω, να κρεμμάσω,
τζι' αν ημπορώ που τους Ρωμιούς την Τζιύπρον να παστρέψω,
τζι' ακόμα αν ημπόρεια τον κόσμον να γυρίσω,
έθεν να σφάξω τους Ρωμιούς, ψυσιήν να μεν αφήσω."
"Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την που τάψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!
Σφάξε μας ούλους τζι' ας γενή το γαίμαν μας αυλάτζιν,
κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξέρε πως ίλαντρον όντας κοπή καβάτζιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το 'νιν αντάν να τρώ' την γην τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλυέται.
Είσαι πολλά πικραντερός, όμως αν θεν να σφάξης,
σφάξε τους λας που πολεμούν αλλού αρματωμένοι.
Εμάς με σιέρκα όφκαιρα γιατί να μας πειράξης,
πούμαστον δίχως άρματα, τζι' είμαστον νεπαμένοι;"
Τότες ο Μουσελλίμ-αγάς εψήλωσεν το δειν του,
τζι' είδεν τον μ' έναν δειν γλυτζιύν, τζι' αννοίει τζιαι λαλεί του:
"Ο,τι παθθαίν' ο άθθρωπος εν που την τζιεφαλήν του,
του βρένιμου που το σπαθίν ποσπάζετ' η ζωή του,
τζιαι σου, αν είσαι βρένιμος, ποσπάζεις την ζωή σου."
"Μούλλωσε τζιαι κατάλαβα πριχού να πης το πειν σου,
μεν μάσιεσαι την θάλασσαν να την-ι-ξηντιλήσης.
Αδικα λόγια μεν χάννης τζι' αρκείς εις την δουλειάν σου.
Τον ήλιον με φύσημαν μπορείς να τον-ισβήσης;
Φώναξε του τζιελλάττη σου, σάσ' την κρεμμασταρκάν σου!"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου